Παρασκευή 17 Απριλίου 2009

Συνελήφθη γιατί ήθελε να βάλει δια της βίας το σπέρμα του αδελφού της στην σύζυγο της!

Μια γυναίκα, από τις ΗΠΑ, παντρεμένη σε λεσβιακό γάμο, συνελήφθη από την αστυνομία όταν προσπάθησε να εισάγει δια της βίας το σπέρμα του αδελφού της στην σύζυγο της!

Η κυρία Stephanie Lighten πέταξε την σύζυγο της, Jennifer Lighten, στο καναπέ και προσπάθησε να την καταστήσει έγκυο χρησιμοποιώντας μια μεγάλη σύριγγα που περιείχε το σπέρμα του αδελφού της!

Η 26-χρονη γυναίκα, από την περιοχή Pittsfield του Massachusetts, είχε αποθηκεύσει το σπέρμα του αδελφού της σε ένα δοχείο και αποφάσισε να αφήσει έγκυο την σύζυγο της έστω και δια της βίας!

Η 33-χρονη έδωσε μάχη για να αντισταθεί στις προθέσεις της συντρόφου της με αποτέλεσμα να καταλήξουν έξω από το σπίτι τους.

Η κυρία Jennifer Lighten μπήκε στο αυτοκίνητο προσπαθώντας να διαφύγει ενώ η κυρία Stephanie Lighten έπεσε στην κυριολεξία πάνω στο καπό για να την σταματήσει.

Οι γείτονες που είδαν τις σκηνές βίας να ξετυλίγονται στην γειτονιά τους κάλεσαν την αστυνομία που έσπευσε στην περιοχή.

Η αστυνομία συνέλαβε την Stephanie Lighten με την κατηγορία της οικογενειακής βίας αφού η σύζυγος της αρνήθηκε να υποβάλει μήνυση για βιασμό!
Πηγή: typos.com

Ο έρωτας νοστάλγησε την Κούβα


Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες
1
Ένα σουηδικό πανεπιστήμιο θέλησε να με καλέσει σε κάποια σεμινάρια λογοτεχνίας που οργανώνονται κάθε χρόνο την άνοιξη. Δεν με ενδιαφέρουν τα σεμινάρια, κι ακόμα λιγότερο οι σπουδές λογοτεχνίας, αλλά θα μπορούσα να εκμεταλλευτώ την ευκαιρία για να γνωρίσω τη Σουηδία, με όλα τα έξοδα πληρωμένα. Για κάποιο λόγο που τώρα δεν θέλω να θυμηθώ ―νομίζω πως η σουηδική σοσιαλδημοκρατία δεν συμπαθούσε εκείνους που θα έπρεπε να εγκρίνουν το ταξίδι μου― δεν κατάφερα να κάνω τη βόλτα μου στη Σκανδιναβία. Τότε ήταν που άρχισα να ανταλλάσσω τηλεφωνήματα και αλληλογραφία με την Ανιέτα, τη συντονίστρια εκείνων των σεμιναρίων. Η επικοινωνία γινόταν ολοένα και πιο θερμή. Συνεχίσαμε αυτό το παιχνιδάκι για ένα χρόνο. Της έστειλα μερικά ποιήματά μου. Μετά, αγόρασε μέσω ταχυδρομείου τη Βρόμικη τριλογία της Αβάνας.1 Της έστειλαν το βιβλίο από τη Βαρκελώνη. Όταν άρχισε να διαβάζει εκείνα τα διηγήματα, μου τηλεφωνούσε κάθε μέρα, αναστατωμένη. Τραύλιζε στο τηλέφωνο, και όλο το σκηνικό άρχισε να παίρνει έναν τόνο πιο προσωπικό.

Χάρη σε μια ευτυχή διασταύρωση διαδρομών, βρέθηκα να περνώ τα Χριστούγεννα του 1998 στις Άλπεις. Ήμουν με μια φίλη φωτογράφο σε ένα ξύλινο σπιτάκι ανάμεσα σε βουνά. Μπορεί να ακούγεται σαν λογοτεχνικό εύρημα συγγραφέα ρομάντζων, αλλά δεν είναι. Ήταν ακριβώς έτσι. Ένα γκρίζο συννεφιασμένο απόγευμα με αέρα, ήπια κάμποσα ποτήρια ουίσκι ενώ η φίλη μου με φωτογράφιζε. Το οινόπνευμα κατέκλυσε τον εγκέφαλό μου και άρχισα να γδύνομαι. Μου συμβαίνει πάντα: όταν είμαι γυμνός και με κοιτούν, μου σηκώνεται. Κι ακόμα περισσότερο όταν με κοιτούν μέσα από το φακό μιας φωτογραφικής μηχανής. Λογικό. Oι φωτογραφίες βγήκαν πολύ καλές: εγώ, στο χιόνι, τελείως γυμνός, με τον πούτσο όρθιο. Η φίλη μου τις τύπωσε σε σέπια και πραγματικά έδειχνα τόσο νέος, με έναν εγωισμό τόσο ερεθισμένο και ελκυστικό, που δεν κατάφερα να αντισταθώ κι έστειλα μία από εκείνες τις φωτογραφίες στην Ανιέτα, ως χριστουγεννιάτικο δώρο.

Είμαι αποπλανητής. Το ξέρω. Όπως υπάρχουν αμετανόητοι αλκοολικοί, τζογαδόροι, άνθρωποι εθισμένοι στην καφεΐνη, τη νικοτίνη, τη μαριχουάνα, κλεπτομανείς και ούτω καθεξής, εγώ είμαι εθισμένος στην αποπλάνηση. Καμιά φορά, το αγγελάκι που έχω μέσα μου προσπαθεί να μου βάλει φρένο και μου λέει: «Μην είσαι τόσο κάθαρμα, Πεδρίτο. Δεν συνειδητοποιείς ότι κάνεις αυτές τις γυναίκες να υποφέρουν;». Αλλά τότε εμφανίζεται το διαβολάκι με τον αντίλογο: «Εμπρός, συνέχισε. Τις κάνεις ευτυχισμένες, έστω και για λίγο. Κι εσύ είσαι ευτυχισμένος. Μην νιώθεις ένοχος».

Είναι μια μανία. Το ξέρω ότι η αποπλάνηση είναι μια μανία σαν όλες τις άλλες. Και δεν υπάρχουν Ανώνυμοι Αποπλανητές. Εάν υπήρχαν, ίσως να μπορούσαν να κάνουν κάτι για την περίπτωσή μου, αν και δεν είμαι σίγουρος. Σίγουρα θα έβρισκα δικαιολογίες για να αποφεύγω τις συναντήσεις τους και να μην χρειάζεται, κάνοντας την καρδιά μου πέτρα, να σηκώνομαι μπροστά σε όλους και με το χέρι στη Βίβλο να δηλώνω ψύχραιμα: «Με λένε Πέδρο Χουάν. Είμαι αποπλανητής. Εδώ και είκοσι πέντε μέρες δεν έχω αποπλανήσει κανέναν».

Τον Μάρτιο ήμουν πίσω στην Αβάνα. Πολύ ήρεμος. Ζωγράφιζα. Πειραματιζόμουν με κάποια ανακυκλωμένα υλικά. Εννοώ με σκουπίδια που μάζευα από το δρόμο. Είχα πολύ υλικό γύρω μου. Τα βράδια έπινα ρούμι, κάπνιζα τα πούρα μου, αποπλανούσα καμιά μαύρη, καμιά μιγάδα. Τις λατρεύω. Δεν πρόκειται να γράψω εδώ ότι οι μαύροι είναι ανώτερη φυλή γιατί αυτό είναι ανεστραμμένος φασισμός, αλλά είμαι πεπεισμένος ότι πρέπει να αναμειχθούμε περισσότερο. Nα προκαλέσουμε την ανάμειξη. Nα παράγουμε περισσότερους μιγάδες, άντρες και γυναίκες. Η ανάμειξη σώζει. Γι’ αυτό μ’ αρέσουν οι μαύρες. Καλά, όχι ακριβώς γι’ αυτό, την ώρα που γαμάς, δεν σου καίγεται καρφί για τη σωτηρία κανενός. Αλλά έχω δυο υπέροχες μιγάδες κόρες που επιβεβαιώνουν αυτή την άποψη.

Τέλος πάντων, τον Μάρτιο η Ανιέτα είχε ήδη αρχίσει να οργανώνει από τη Στοκχόλμη το καινούργιο ταξίδι μου στη Σουηδία. Είναι πολύ καπάτσα, αλλά ένιωθα ότι είχε αλλάξει λίγο. Μεταξύ των ποιημάτων, των διηγημάτων της Τριλογίας και της γυμνής φωτογραφίας μέσα στο αλπικό χιόνι, είχαν αναστατωθεί τα νευρικά της κύτταρα. Μου τηλεφωνούσε σχεδόν καθημερινά και μου έλεγε πράγματα όπως: «Χτες το βράδυ δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Με έχεις αλλάξει. Είναι αληθινά όσα γράφεις;».

Και της απαντούσα: «Nαι. Δεν έχω πολλή φαντασία».

Κι εκείνη: «Ω. Θα έρθεις την άνοιξη, Πέδρο Χουάν; Είναι όλα έτοιμα. Θα έρθεις;».

2
Μου τηλεφωνούσε πάντα στις οχτώ το πρωί, ώρα Αβάνας, δύο το μεσημέρι ώρα Στοκχόλμης. Ακριβής σαν καλοκουρδισμένο ρολόι. Ένα πρωί του Μάρτη χτύπησε το τηλέφωνο. Είχα ξυπνήσει πριν από καμιά ώρα, αλλά ήμουν ακόμη ξαπλωμένος. Με τρία μαξιλάρια κάτω απ’ το κεφάλι μου, διάβαζα την Αθανασία του Κούντερα. Η Ανιέτα με διέκοψε τη στιγμή ακριβώς που διάβαζα στη σελίδα 69 ένα απόσπασμα σχετικά με την καταπίεση, την αγριότητα και την υπεροψία που γεννά η εξουσία: «Γκαίτε! O Nαπολέοντας έδωσε μια στο κούτελό του. O συγγραφέας των Παθών του νεαρού Βέρθερου! Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στην Αίγυπτο έμαθε ότι οι αξιωματικοί του διάβαζαν αυτό το βιβλίο. Καθώς το γνώριζε, θύμωσε πάρα πολύ. Επέκρινε τους αξιωματικούς του που διάβαζαν τέτοιου είδους συναισθηματικές σαχλαμάρες και τους απαγόρευσε άπαξ διά παντός να διαβάζουν μυθιστορήματα. Oποιοδήποτε μυθιστόρημα! Nα διαβάζετε βιβλία ιστορίας, είναι πολύ πιο χρήσιμα!».

Αντίθετα από την Ανιέτα, εγώ διάβαζα ένα μυθιστόρημα αργό, φιλοσοφικό. Διάβαζα, τις λίγες στιγμές ηρεμίας και ησυχίας που είχα στη διάθεσή μου σε μια πόλη ιδιαίτερα ιλιγγιώδη και χαοτική. Ένα μέρος θορυβώδες, όπου τίποτε δεν παραμένει αμετάβλητο για πολύ.

Στις ερωτήσεις της μπορώ να απαντήσω μόνο με μια προφανή φράση: «Όταν μένεις σε ένα μέρος όπως αυτό, δεν μπορείς να γράφεις αργά. Εδώ όλα διαλύονται μέσα στα χέρια σου. Τίποτε δεν διαρκεί. Και πρέπει να βγεις να ψάξεις κι άλλο. Κι αυτό συμβαίνει καθημερινά». Εκείνη μένει σιωπηλή. Μας αρέσει. Oι άνθρωποι επιτρέπουν στους εαυτούς τους να σωπαίνουν και να απολαμβάνουν τη σιωπή μόνο όταν είναι δύο, μαζί, ο ένας δίπλα στον άλλο. Αλλά μια διεθνής κλήση κοστίζει. Κανείς δεν σπαταλά τα λεφτά του για να μένει σιωπηλός. Εμείς το κάνουμε. Η Ανιέτα τηλεφωνεί από το γραφείο της στο πανεπιστήμιο, κι έτσι το παιχνίδι εκτός από αισθησιακό είναι και δωρεάν. Εκείνη στη μια άκρη, εγώ στην άλλη. Δεν μιλάμε. Η σιωπή μάς ενώνει. Στο τέλος, εκείνη διακόπτει το κενό και το γεμίζει με την ίδια πάντα ερώτηση: «Θα έρθεις την άνοιξη;».

3
Μιλήσαμε λίγο. Ίσως πέντε ή έξι λεπτά. Όταν επιστρέφω στο βιβλίο σκέφτομαι το τέμπο. Γράφεις στο ρυθμό που ζεις. Είναι αναπόφευκτο. Ένα αργό και χαλαρό τέμπο είναι το ιδανικό για να αντιληφθεί το υλικό του ένας ευρωπαίος συγγραφέας. Εκείνος ζει μέσα σε έναν πολιτισμό κατασταλαγμένο, κουρασμένο. Ζει σε κάποιου είδους όριο. Ίσως μιας περιόδου, μιας ιστορικής φάσης. Είναι η αντίληψη κάποιου που έχει φτάσει στο τέλος μιας διαδρομής και κάθεται στο τέρμα για να σκεφτεί με την ησυχία του τη μακρά και πολυτάραχη πορεία του.

Από την άλλη, εγώ ανήκω σε μια κοινωνία που βράζει, συσπάται, και έχει ένα μέλλον εντελώς αβέβαιο και απρόβλεπτο. Σε ένα μέρος όπου μέχρι πριν από πεντακόσια μόνο χρόνια οι άνθρωποι ζούσαν σε σπηλιές, γυμνοί, κυνηγούσαν και ψάρευαν και μόλις που γνώριζαν την ύπαρξη της φωτιάς. Και σαν να μην φτάνει αυτό, ζω σε μια συνοικία μαύρων, οι οποίοι πριν από εκατό χρόνια ήταν σκλάβοι και έχουν καταφέρει πολύ λίγα πράγματα, πάρα πολύ λίγα, μέσα σε εκατό χρόνια χωρίς αλυσίδες.

Το αποτέλεσμα είναι ότι η ζωή μου είναι ένα συνεχές πείραμα ανάμεσα στο τίποτε και το τίποτε. Κάποιες φορές το πείραμα γίνεται ιλιγγιώδες και άγριο. Δεν μπορώ να διαχωρίσω τεχνητά αυτό που κάνω και αυτό που σκέφτομαι από αυτό που γράφω. Εάν ζούσα στη Στοκχόλμη, ίσως η ζωή μου να ήταν αργή, μονότονη, γκρίζα. Το περιβάλλον παίζει αποφασιστικό ρόλο. Το μόνο που μπορώ να κάνω πάντα, στη Στοκχόλμη, στην Αβάνα ή οπουδήποτε αλλού είναι να δημιουργήσω τον προσωπικό μου χώρο. Δεν μπορώ ποτέ να περιμένω να μου χαρίσει κάποιος την ελευθερία.

Την ελευθερία πρέπει να τη δημιουργεί ο καθένας μόνος του. Πώς; O καθένας πρέπει να το ανακαλύψει για τον εαυτό του. Εγώ την ελευθερία μου τη δημιουργώ γράφοντας, ζωγραφίζοντας, υποστηρίζοντας την απλή κοσμοθεωρία μου, παραμονεύοντας στη ζούγκλα σαν αγρίμι, αποτρέποντας παρεμβάσεις στην ιδιωτική μου ζωή. Το σημαντικότερο για τον άνθρωπο είναι η ελευθερία. Εσωτερική και εξωτερική. Nα τολμάς να είσαι ο εαυτός σου υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, όπου κι αν βρίσκεσαι. Η ελευθερία είναι σαν την ευτυχία: Δεν τη φτάνεις ποτέ. Δεν μπορείς ποτέ να την έχεις όλη. Είναι μονάχα ο δρόμος. Βαδίζουμε πίσω από την ελευθερία και την ευτυχία. Κι έτσι ζούμε. Είναι το μόνο στο οποίο μπορούμε να ελπίζουμε. Πριν από μερικά χρόνια και για μεγάλο χρονικό διάστημα, η ζωή μου ήταν δεμένη σε συστήματα, αντιλήψεις, προκαταλήψεις, ιδέες προκατασκευασμένες, αποφάσεις τρίτων. Όλο αυτό ήταν υπερβολικά αυταρχικό και απόλυτο. Δεν μπορούσα να ωριμάσω έτσι. Ζούσα μέσα σε ένα κλουβί, σαν ένα μωρό το οποίο προστατεύουν και απομονώνουν για να μην δυναμώσουν ποτέ οι μύες του και να μην αναπτυχθεί ο εγκέφαλός του. Όλα διαλύθηκαν μπροστά μου. Μέσα μου. Με μεγάλο πάταγο.

Και βρέθηκα στα πρόθυρα της αυτοκτονίας. Ή της τρέλας. Έπρεπε να αλλάξω κάτι μέσα μου. Ειδάλλως, θα κατέληγα τρελός ή νεκρός. Και ήθελα να ζήσω. Απλώς να ζήσω. Χωρίς καταπίεση. Ίσως με κάποια ευτυχισμένη μέρα πότε πότε. Και να μειώσω το άγχος. Αυτό είναι απαραίτητο· να μειώσω το άγχος. Ίσως να είναι μόνο ζήτημα αλλαγής οπτικής γωνίας. Όπου κι αν βρίσκεται κανείς, πρέπει να είναι εκεί με όλο του το είναι κι όχι να προσπαθεί πάντα να το σκάσει.

Έβαλα στην άκρη την Αθανασία. Κατέβηκα τις σκάλες και κάθισα λίγο απέναντι από τη θάλασσα, στη Μαλεκόν.2 Ήταν Σάββατο, θα ήταν γύρω στις οκτώ και μισή το πρωί. Όλα ήρεμα, ήσυχα. Ακουγόταν μόνο ο ασύρματος κάποιου αστυνομικού εκεί κοντά: «Είκοσι τέσσερα μηδέν είκοσι τέσσερα. Είκοσι τέσσερα μηδέν είκοσι τέσσερα. Είκοσι τέσσερα μηδέν είκοσι τέσσερα. Κλικ. Κλικ. Nαι, σε ακούω είκοσι τέσσερα μηδέν είκοσι τέσσερα. Κλικ…».

Γύρισα στο σπίτι. Ήθελα έναν καφέ. Ήταν πιο υγιεινό από το να μείνω καθισμένος στη Μαλεκόν κοιτάζοντας τη θάλασσα. Περπάτησα λίγα μέτρα και είδα τα δύο διανοητικά καθυστερημένα να αποχαιρετιούνται στην πόρτα του κτιρίου. Είναι παντρεμένοι. Είναι και οι δύο μογγολάκια, ζουν στο περιθώριο, μισότρελοι, κανείς δεν ξέρει γιατί δεν πάνε καλά. Έχει χάσει μια βίδα ο καθένας και επωφελούνται για να χέζουν στις σκάλες και να τυραννάνε όλο τον κόσμο με τις χαζές κραυγές τους. Μπήκα στην είσοδο του παλιού κτιρίου μου. Χτίστηκε το 1927, με σκάλες από λευκό μάρμαρο, μεγάλα και άνετα διαμερίσματα, ασανσέρ από γυαλιστερό μπρούντζο, πρόσοψη σαν κι αυτές στη Βοστόνη, πόρτες και παράθυρα από μαόνι. Εν ολίγοις, άψογο, πολυτελές και ακριβό. Τώρα είναι ερείπιο. Το ασανσέρ και η σκάλα μυρίζουν κάτουρο και σκατά. Στο πεζοδρόμιο, απέναντι από την πόρτα, υπάρχει μια τρύπα η οποία αποβάλλει μονίμως ακαθαρσίες στο δρόμο. Διάφοροι τύποι καπνίζουν μαριχουάνα και κάνουν σεξ με τις ώρες στο σκοτάδι της σκάλας. Πολλοί χώρισαν ξανά και ξανά τα διαμερίσματα κι έτσι τώρα ζουν δέκα ή δεκαπέντε άτομα εκεί που πριν ζούσαν τρία. Η δεξαμενή του νερού είναι πάντα άδεια. Κανείς δεν ξέρει γιατί δεν έχει νερό και όλοι ανεβάζουμε κουβάδες με νερό από τις σκάλες. Δεν είναι τίποτε. Το ίδιο συμβαίνει σε όλη τη γειτονιά. Λίγδα, βρόμα, βαριεστημάρα, εγκατάλειψη.

Προσπαθώ να ξεφύγω από αυτή την αποκάλυψη. Τουλάχιστον νοητικά και πνευματικά. Η ύλη μου παραμένει αγκυροβολημένη ανάμεσα στα ερείπια.

Η χαζούλα μπήκε μαζί μου στο ασανσέρ. Πάτησα το κουμπί για τον έβδομο και την κοίταξα. Πολύ σκοτεινά. Πάντα είναι σκοτεινά. Πίσσα σκοτάδι. Δεν έχει λάμπες. Τις κλέβουν. Και πάλι καλά που εδώ και μερικές μέρες λειτουργεί χωρίς προβλήματα. Με κάποιο τρόπο η χαζούλα κι εγώ κοιταζόμασταν. Πολύ χλιαρά, πιο πολύ σαν αστείο, μου ήρθε και της είπα:

«Ελενίτα, φαίνεσαι ευτυχισμένη».

Αμέσως με πλησίασε. Με έπιασε από το μπράτσο και κόλλησε πάνω μου τα μεγάλα, στητά της στήθη. Έβγαζε κάτι περίεργους, σύντομους ήχους. Κάτι σαν «ογχ, ογχ». Αχ, τα βυζιά της ήταν στητά, πληθωρικά, με υπέροχες ερεθισμένες ρώγες. Τα έπιασα με το δεξί μου χέρι και άρχισα να τα τρίβω. Το αριστερό μου χέρι κατέβηκε στο μουνί. Δεν φορούσε εσώρουχα. Μόνο μια λεπτή και φθαρμένη ρόμπα. Ω, τι ωραία. Η Ελενίτα πρέπει να είναι είκοσι πέντε χρονών και προέρχεται από μια περίεργη ανάμειξη φυλών, μιγάδων, λευκών, κινέζων, μαύρων, ενώ φαίνεται πως υπάρχει και μια φλέβα Τζαμαϊκανών ή Αϊτινών. Τέλος πάντων, η αποκρυπτογράφηση είναι αδύνατη. Το τελικό προϊόν θα μπορούσε να είναι πολύ καλό, αν δεν υπήρχε εκείνο το εγκεφαλικό ελάττωμα που την κάνει να φέρνει σε μογγολάκι. Κάτι χάλασε στη συνταγή. Μιλά πολύ λίγο, βασικά ρουθουνίζει. Υποθέτω ότι και το μυαλό της δεν λειτουργεί σωστά. Ίσως έχει σεξουαλικές εμμονές.

Δεν ξέρω. Όταν το χέρι μου έφτασε στο μουνάκι της ήταν θαύμα: πολύ τριχωτό. Ένα πλούσιο τριχωτό εφήβαιο, κατά τα φαινόμενα δημόσιας χρήσης. Ήταν ένα μουνί μεγάλο, τριχωτό, υγρό και μυρωδάτο. Αυτό εννοώ. Έβαλα ένα δάχτυλο, το γύρισα, το χέρι μου υγράνθηκε, πίεσα την κλειτορίδα. Βόγκηξε. Μύρισα το δάχτυλό μου. Πολύ καλή μυρωδιά. Απαλή και ευωδιαστή.

Καθόλου βρόμικη. Σκέτος πειρασμός για τη γλώσσα. Χαμήλωσα και πάλι το χέρι. Ξανάβαλα το δάχτυλο. Μούγκριζε ακόμα πιο πολύ. Ήδη εκείνη έσφιγγε τον πούτσο μου πάνω απ’ το παντελόνι, πολύ καυλωμένη, κι εγώ είχα μια τεράστια στύση. Με έσφιγγε, με έτριβε και συνέχιζε να κάνει εκείνους τους ήχους σαν γουρούνι: «ογχ, ογχ». Αλλά δεν υπήρχε χρόνος για περισσότερα.

Το ασανσέρ ανέβαινε τρίζοντας, ξαφνικά τραντάχτηκε, σταμάτησε και με μεγάλο πάταγο άνοιξε η καγκελωτή πόρτα. Βγήκα στον έβδομο όροφο. Δεν χαιρέτησα. Εκείνη κατέβηκε και πάλι. Μένει στον τρίτο. Ανέβηκα τα σκαλιά μέχρι το διαμέρισμά μου στην ταράτσα. Σκέφτηκα φευγαλέα ότι η χαζούλα μπορεί να είχε σύφιλη ή έιτζ ή φυματίωση. Γαμώτο! Γιατί να ’μαι έτσι; Ήθελα να πλύνω τα χέρια μου, αλλά δεν είχε νερό και δεν είχα καμία όρεξη να κατέβω στο δρόμο και να περπατήσω μέχρι τη γωνία για να γεμίσω έναν κουβά. Πάλι καλά που δεν τη φίλησα.

Σκέφτηκα να φτιάξω καφέ, αλλά δεν μπορούσα. Είχε τελειώσει. Ξάπλωσα στο κρεβάτι να ξεκουραστώ. Βρέθηκα σε κάτι τεράστια, σκοτεινά πλοία, όπου κάποιοι συγκολλούσαν ατσάλινες πλάκες, με όλα εκείνα τα τσιτσιρίσματα και τις σπίθες του βολταϊκού τόξου. Ίσως ήταν ναυπηγοί.

Αυτή ήταν μια από τις πρώτες μου δουλειές, όταν ήμουν δεκαεφτά χρονών. Βοηθός οξυγονοκολλητή σε καρνάγιο επισκευής πλοίων. Είχα μόνιμη βάρδια από τις δώδεκα τα μεσάνυχτα μέχρι τις οκτώ το πρωί. Κράτησε λιγότερο από ένα χρόνο, αλλά ήταν τόσο εξαντλητικό που έμοιαζε με είκοσι. Δεν θέλω να το θυμάμαι γιατί ένιωθα σαν γαμημένος σκλάβος. Τα κωλοναυπηγεία και τα τεράστια πλοία και η οξυγονοκόλληση επιστρέφουν πάντα στα ταραγμένα μου όνειρα. Σε μια γωνιά, υπήρχε μια λεχώνα μαϊμού, με πολλά μαϊμουδάκια να τη βυζαίνουν. Το αρσενικό την πλησίαζε, αλλά εκείνη τον έδιωχνε και συνέχιζε, συγκεντρωμένη, να παράγει γάλα για τα μικρά της, δεν ήθελε ούτε να τον ξέρει τον τύπο. Χάιδεψα το αρσενικό, κι εκείνο με πλησίασε. Συνέχισα να τον χαϊδεύω κι έπιασα το πουλί του. Ήταν ερεθισμένο. Του το έπαιξα λίγο. Καθόταν ήρεμος, κολλημένος δίπλα μου. Απολάμβανε τη μαλακία. Και τελείωσε.

Έχυσε πολύ σπέρμα και μούσκεψε το χέρι μου. Πολύ σπέρμα. Και μείναμε έτσι για λίγο μαζί. O ένας με την αίσθηση του άλλου. Κι αυτό ήταν. Δεν θυμάμαι τι έγινε μετά. Υποθέτω ότι κοιμήθηκα λίγο ακόμη και ξύπνησα.

***

Ο Πέδρο Χουάν, ένας πενηντάχρονος κουβανός συγγραφέας, θα βρεθεί μακριά από την Κούβα, στην παγερή Σουηδία, ερωτοχτυπημένος με την Ανιέτα, μια σαραντάχρονη Σουηδή, της οποίας την αποστειρωμένη και απόλυτα οργανωμένη ζωή αναστατώνει. Πίσω, όμως, έχει αφήσει την Γκλόρια, ένα κορίτσι του δρόμου, μια μιγάδα, με πολύ έντονη ζωή, γεμάτη εμπειρίες και ιδιόμορφη φιλοσοφία.

Ο Γκουτιέρες στο τιμημένο με το βραβείο Alfonso Garcia-Ramos μυθιστόρημά του φιλοτεχνεί δύο υπέροχα αρχετυπικά πορτρέτα γυναικών, της Κουβανής και της Σουηδέζας. Η Ανιέτα και η Γκλόρια είναι ερεθιστικές και εξαίσιες, η καθεμιά με τον τρόπο της, ενώ ο συγγραφέας διαπρέπει στο διάλογό του μαζί τους, παρασύροντάς μας σ' ένα ξέφρενο πάρτι όπου πρωταγωνιστούν το σεξ, το ρούμι και η σάλσα.

Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Κατηγορία: Ξένη λογοτεχνία
Μετάφραση: Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη
Πρωτότυπος τίτλος: Animal tropical
Σελίδες: 440
Έκδοση: Ιουν 2004

Απο που ερχεστε...