Παρασκευή 6 Μαρτίου 2009

Ζωγράφος χωρίς χέρια

Μία είναι πάντα η φορά

Μία είναι πάντα η φορά. Τα βλέμματα έσταξαν το ένα μέσα στο άλλο κι η μουσική υποκλίθηκε στην δύναμη της στιγμής. Nick Cave -Where the Wild Roses Grow. Και τα ποτήρια γέμισαν πόθους και τα παγάκια έλιωσαν από την θέρμη.
Θυμάσαι ξανθιά μου ανάγκη τα φώτα να χορεύουν αργά σαν υπνωτισμένα, θυμάσαι τα κορμιά που παραμέριζαν από σεβασμό για να σε οδηγήσω εκεί στην γωνία την αχνοφωτισμένη που χρόνια μας περίμενε χωρίς να το ξέρουμε, μία είναι πάντα η φορά για τον άντρα που κοίταξε κατάματα την γαλάζια σου θάλασσα, μία είναι πάντα η φορά για τον άντρα που ντύθηκε παιδί για να χαμογελάσεις και να αφεθείς.

Κι ας προσπαθούσε μάταια η φίλη, με τα εισαγωγικά στην λέξη ν΄αποσπάσει την προσοχή μου από την αλύτρωτη καρδιά σου, από την καμπύλη των χειλιών σου κι από το ίδιο το πεπρωμένο, ρηχή και καλοχτενισμένη άστραφτε θαρρείς από αυτοπεποίθηση καθώς με ακουμπούσε δήθεν τυχαία με το πόδι της ρίχνοντας μάτια λοξά μέσα στο λευκό μου πουκάμισο, μάτια άδεια από ζωή γεμάτα ανταγωνισμό και παραπεταμένες σχέσεις. Σήκω ψυχή μου, δώσε ρεύμα, βάλε στα ρούχα σου φωτιά. Ας γεμίσει το γυαλί, είπα, ας αγγίξω την μοίρα μου την σκόρπια, εσένα θα σε σεβαστώ γιατί το διαφορετικό αξίζει μια υπόκλιση ερωτική που διαρκεί σαν ένας χειμώνας βόρειος κι αισθαντικός.

Έβρεχε θυμάμαι, έβρεχε ο Θεός κι έβρεχε αλκοόλ γνήσιο φυλαγμένο σε χρυσά βαρέλια στον ομφαλό της γης.
Σου έπιασα το λευκό σου χέρι κι έκρυψα το συναίσθημα μέσα στην παλάμη μου κι εκείνο πέταξε ψηλά στο ξύλινο ταβάνι, στις παλιές πολυθρόνες, στα ηχεία, στα μπουκάλια, στους μηδαμινούς θαμώνες κι άνοιξε την σκουριασμένη μου καρδιά με τα χάλκινα ελατήρια για να φωλιάσει ανεξίτηλα, παντοτινά για δυο ζωές και όχι για μία, σείστηκε το οικοδόμημά μου, τραντάχτηκε το εγώ μου και ρίζωσα στα δάχτυλά σου ένας άντρας σκληρός, δύσκολος, αμετανόητος.. γιατί μία είναι η φορά. Μία και δεν επαναλαμβάνεται.

Δεν σου ζήτησα ν’ ανέβεις επάνω, στο διαμέρισμά μου, όπου είχαν ξημερώσει αγκαλιές της μιας βραδιάς τόσες φορές, που ξέχασα τα πρόσωπα, τα ονόματα και τα χρώματα. Όσο κι αν η καρδιά μου λυσσομανούσε όσο κι αν το κορμί μου στεκόταν ακίνητο στο εκτελεστικό απόσπασμα περιμένοντας τις σφαίρες να γαζώσουν την συνήθεια κατά ριπάς, συγκρατήθηκα κρατώντας στα χέρια μου μόνο τα λευκά σου δάχτυλα, τι όμορφα δάχτυλα, τι θεσπέσια γυναίκα, τι μεθυστικό άρωμα, ζαλίστηκα από τα χαστούκια του έρωτα εκείνη τη νύχτα του Δεκέμβρη, τη νύχτα των αλησμόνητων κεραυνών, τη νύχτα που ξαγρύπνησα μυρίζοντάς σε από μακριά. Μία είναι πάντα η φορά που ξαγρυπνάς, άντρας επαναληπτικά σκληρός μα ολότελα παραδομένος.

Τα κιτάπια της μνήμης ανοίγουν, η βότκα γίνεται αίμα και το αίμα γίνεται εσύ, θυμάμαι την δεύτερη φορά, δεν αντέξαμε μακριά, καπνοί και απόμερη γωνία, στα ηχεία Aerosmith και Dream on. Σε σφιχταγκαλιάζω και τα χείλη μας ενώνονται σε φιλί ευλογημένο από τον πατέρα των ονείρων κι από την μητέρα της ανάσας που αργοκυλάει σε χειμωνιάτικα τζάμια. Είναι τα πάντα ακίνητα, σαν σε όνειρο, ρέουν οι εικόνες, ρέουν κι οι ζωές μας στις εκβολές των εξομολογήσεων, γίνομαι πίνακας κι εσύ το χέρι που τον ζωγράφισες.

Σχεδόν ξημερώνει, χρόνε φονιά θα σε πυροβολήσω, θα τινάξω τους δείκτες σου σε χίλιες δυο μεριές, σταματήστε τα ρολόγια, καρφώστε τις ώρες στην σιωπή να μην υπάρχουν. Μου δείχνεις το σπίτι σου, έχει φως, είσαι παντρεμένη μα απόψε οι λάμπες έσπασαν στην γειτονιά σου, απόψε τα κορμιά θα μιλήσουν ευλαβικά.
Και σε παίρνω στα χέρια μου όπως καμία δεν πήρα, σε κοιτάω στα μάτια όπως καμία δεν κοίταξα, μπαίνω μέσα σου όπως σε καμία δεν μπήκα, σα να ξετυλίγω αρχαίο πάπυρο, σα να βρήκα το μυστικό για την αιώνια ζωή. Μία είναι πάντα η φορά, που χαράζει μια καρδιά πέτρινη σαν την δική μου κι ο γρανίτης γίνεται κομμάτια, κοίτα με, κοίτα με, μαλακώνω, είμαι βρέφος κι απλώνω στην θηλή σου ένα πρωτογεννημένο στόμα με ατίθαση αναπνοή.

Αγάπη μου, μέρες και νύχτες περνάνε κι όταν κοιτιέμαι στον καθρέφτη τα μαλλιά μου περιμένουν τα δάχτυλά σου, τα καθαγιασμένα, τα γέλια μας αντηχούν στην πολυκατοικία και τα βογγητά μας φτάνουν ως τις ρεματιές.
Αγάπη μου, πλάσμα μου ολόχρυσο που άνοιξες την πέτρα μου, που έσυρες τους καημούς σου στο βάραθρο της λησμονιάς στο είπα κάποτε και ισχύει για πάντα. Δίνω την ζωή μου για να ζήσεις, χωρίς δισταγμό, χωρίς την παραμικρή ταλάντευση, αν έθετε ο Θεός το δίλημμα ή εσύ ή εκείνη, αποφάσισε άντρα τώρα αμέσως, χάρισε ή αφαίρεσε ζωή, χωρίς περιστροφές και ορθολογικές σκέψεις.

Να πάω στον θάνατο, χαμογελώντας, τραγουδώντας το δικό μας άσμα ασμάτων, απαγγέλοντας τα μυστικά μας και γράφοντας σε χαρτί με τα ματωμένα μου δάχτυλα την μεγαλύτερη ιστορία μου, να αντιληφθεί το σύμπαν το ολόσχημο πόσο τεράστιο είναι το χτυποκάρδι, να ακούσει η πλάση η σοφή τους μυριοαναστεναγμούς, οι άγγελοι να κλάψουν από δέος κι όλες οι κεραίες στις ταράτσες να γείρουν σαν καλαμιές που μαστιγώνει ο άνεμος ο πολιορκητής κι η βροχή να ξαναρχίσει, το τραγούδι να ξεχυθεί, νότα νότα ξεντυθήκαμε στις κρεβατοκάμαρες που βρεθήκαμε, άντρας γυναίκα και μια ακόρεστη δίψα, σε πίνω δεν χορταίνω, με πίνεις δεν κοιμάσαι, κι έξω από τα κλειστά παντζούρια τα πουλιά κουρνιάζουν όπως κούρνιαζες εσύ στην αγκαλιά μου τις ώρες που χρειαζόμουν άνθρωπο και πάντα και για πάντα και για όσο ανασαίνω στην ζωή θα αισθάνομαι πως ανασαίνω μέσα από τα πνευμόνια σου.

Μία είναι πάντα η φορά, όσοι αιώνες κι αν περάσουν.

Γυναικεία καταπίεση σε κοινωνικές ομάδες και συλλογικότητες


Πολλές φορές στην Ελλάδα όταν οι άνθρωποι ακούν ή διαβάζουν κάτι σχετικό με τη γυναικεία καταπίεση το μυαλό τους κατά συντριπτική πλειοψηφία πηγαίνει στις γυναίκες της μέσης ανατολής ή σε γυναίκες οι οποίες έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά. Ταυτίζεται λοιπόν η καταπίεση με την κακοποίηση. Οι φορές όμως που μία γυναίκα γίνεται δέκτης σεξιστικής συμπεριφοράς είναι πολλαπλάσιες εκείνων που κακοποιείται είτε σωματικά είτε ψυχολογικά.

Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής του, ένα κορίτσι, βιώνει σεξιστικές συμπεριφορές μέσα στην οικογένεια. Όταν αναφερόμαστε στη δομή της οικογένειας αναφερόμαστε σε μια ιεραρχία όπου ο πατέρας εξουσιάζει τη γυναίκα και τα παιδιά και η γυναίκα και τα παιδιά εξαρτώνται από τον πατέρα. Η δομή αυτή χαρακτηρίζει τις περισσότερες που γνωρίζουμε. Η ερώτηση του πώς διαμορφώνονται οι ρόλοι των δύο φύλων μέσα στην οικογένεια με τη συγκεκριμένη δομή που τοποθετεί τη γυναίκα σε υποδεέστερη θέση από αυτή του άνδρα παρήγαγε ποικίλες ερμηνείες. Άλλες που αναφέρονται στη φυσική κατωτερότητα της γυναίκας (αντίληψη που πλέον θεωρείται απαράδεκτη...) και άλλες που αφορούν τους διαφορετικούς ρόλους που κλήθηκαν άνδρες και γυναίκες να αναλάβουν εντός και εκτός της οικογένειας. Ήδη μια πατριαρχική οικογένεια έχει ασκήσει πίεση στη γυναικεία φύση. Το κορίτσι μεγαλώνει τελείως διαφορετικά από το αγόρι στην ίδια οικογένεια.
Αργότερα, τον ίδιο ρόλο παίζει το σχολείο και ο δάσκαλος. Τα κορίτσια συνεχίζουν να παιδαγωγούνται ως τα «αδύναμα, ευαίσθητα και χαριτωμένα πλάσματα» που πάντα θα έχουν ανάγκη έναν πατέρα, έναν δάσκαλο, έναν αδελφό, έναν σύζυγο, έναν οποιονδήποτε άντρα εν τέλει για να τις προστατεύει. Το αγόρι στη σύγχρονη «εξελιγμένη» καπιταλιστική κοινωνία, μεγαλώνει με το πρότυπο του δυνατού - το οποίο συχνά μετατρέπεται και σε πρότυπο δυνάστη. Έπειτα, στην εφηβεία, η κοπέλα έχοντας γαλουχηθεί με τις ιδέες της πατριαρχίας, καλείται να απενοχοποιήσει μόνη τη γυναικεία της φύση και το ίδιο της το σώμα. Η σεξουαλική απελευθέρωση είναι κάτι το οποίο η εκπαίδευση και το κοινωνικό σύστημα γενικότερα θεωρούν κατακριτέο.

Με την ενηλικίωσή της η γυναίκα πολύ συχνά ζει την επιβολή του συστήματος και ακολουθεί τα προβαλλόμενα πρότυπα. Υπάρχουν γυναίκες που πεθαίνουν από νευρική ανορεξία, γυναίκες που ξοδεύουν ατελείωτα ποσά για να γίνουν πιο "όμορφες. Και αυτό υπάρχει ακριβώς λόγω της σεξουαλικής αλλοτρίωσης του γυναικείου φύλου από το καπιταλιστικό σύστημα, μιας αλλοτρίωσης η οποία έχει τις ρίζες τις στις σεξιστικές καταπιεστικές διακρίσεις και την υποτίμηση της γυναίκας στις "παλιές" εποχές.

Ως ενήλικη η γυναίκα έχει «υποχρεώσεις» οποίες για να έρθουν εις πέρας απαιτούν τεράστια ποσά δύναμης και ενέργειας καθώς βέβαια και χρόνου. Το «ασθενές φύλο» χάρη στην αξιοθρήνητη ισότητα που επικαλείται πρέπει να εργάζεται όσο και ο άντρας. Οφείλει όμως να φροντίζει το σπίτι και να μεγαλώνει και τα παιδιά της. Μετά λοιπόν από ένα οχτάωρο (που μπορεί να αγγίζει και το δωδεκάωρο) δουλειάς, επιστρέφοντας, έχει το χρέος να φροντίσει το σπίτι, τα παιδιά και φυσικά το σύζυγό της.

Όπως όλα τα προβλήματα που σχετίζονται με τον κοινωνικό ρατσισμό, έτσι κι αυτό, ακμάζει στους χώρους εργασίας. Από τους συναδέλφους που σε θεωρούν κατώτερη λόγω του φύλου σου ως τα αφεντικά που χρησιμοποιούν την ιδιότητα τους για εκμεταλλευτούν τη γυναίκα εργαζόμενη ακόμη και σεξουαλικά.
Ατελείωτος είναι ο κατάλογος των μορφών της γυναικείας καταπίεσης και άπειρες οι εκδηλώσεις του. Αυτό όμως που είναι πραγματικά αξιοπρόσεκτο και φυσικά δυσάρεστο, είναι οι αντιλήψεις και οι συμπεριφορές ανθρώπων που ανήκουν τουλάχιστον τυπικά σε πιο προοδευτικά κομμάτια της κοινωνίας. Ακόμη και σε καλλιτεχνικούς χώρους, ακόμη και στην παραδοσιακή αριστερά συναντάμε, όχι σπάνια, τέτοιου είδους φαινόμενα.

Αυτό καταστεί σε ανάγκη την αντίθεσή μας σε κάθε μορφή καταπίεσης που μας επιβάλλεται. Πατέρα, αδελφέ, δάσκαλε, φίλε, αφεντικό, σύζυγε, σύντροφε, ο πατριαρχισμός πρέπει να λάβει τέλος και από τους δυο μας.

Η μοναξιά μας


Η μοναξιά μας
τσεκούρι γίνεται στα χέρια μας
που πάνω απ' τα κεφάλια σας
γυρίζει
γυρίζει
Σπάει τη γυάλα
Το τζάμι σπάει
Κάθε κομμάτι της
γίνεται σταλακτίτης
πέφτει και καρφώνεται στη γη
Κάθε κομμάτι της
γίνεται καθρέφτης
της ασχήμιας σας
και πέφτει πάνω σας
τρυπάει τα αδειανά σας σώματα
Το φόβο που μας σπέρνετε
τον κάνουμε οργή
και η οργή μας σας σκοτώνει έναν έναν
Καταρρέεις
Σωριάζεσαι
Καταρρέεις
Σωριάζεσαι
Καταρρέεις...

Ρόμπερτ Ε. Τράβις



Ο Ρόμπερτ Ε. Τράβις πίστευε ότι οι άνθρωποι που έχουν τρία ονόματα είναι σημαδεμένοι από τον Θεό. Αυτό το πίστευε παλιότερα όταν το μυαλό του συγκέντρωνε αυθαίρετες σκέψεις ανίκανες να δημιουργήσουν ένα συγκροτημένο σύνολο σκέψεων με αρχή, μέση και τέλος. Ήταν ένα άτομο προβληματικό - σύμφωνα με την κοινή λογική- κι αν θα θέλαμε ποτέ να σχεδιάσουμε την πορεία του στην ζωή σίγουρα θα έμοιαζε με καρδιογράφημα. Ο Ρόμπερτ Ε. Τράβις είναι εγκλωβισμένος σ’ ένα θεοσκότεινο άσυλο, κατασκευή της πολιτείας γι’ αυτούς που σκέφτονται διαφορετικά. Μέσα από το μοναδικό χτιστό παράθυρο του κελιού του εξακολουθεί ν’ αντικρίζει τον δικό του κόσμο σε πείσμα της βουτηγμένης στην προκατάληψη επιστήμης της ψυχιατρικής, τα βαριά ηρεμιστικά καθώς και τα πολύχρωμα αντικαταθλιπτικά δεν λιώνουν στο στομάχι του και σύσσωμο το ιατρικό συμβούλιο των άψυχων μασκών κατέφυγε στις ενέσεις, με τρομερό θυμό ανακάλυψαν ότι το υγρό δεν διοχετεύεται στο σώμα του Ρόμπερτ Ε. Τράβις.

Το μυαλό του Ρόμπερτ γελά, αν δεν μπορείς να το καταλάβεις αυτό καλύτερα μην διαβάσεις παρακάτω εξάλλου ο ορθολογισμός είναι η κοινωνία των πολλών και σίγουρα ανήκεις εκεί, το μυαλό του λοιπόν γελά ή χαμογελά πολλαπλά, δεν έχει και μεγάλη διαφορά. Η κύρια αιτία αυτής της παράξενης ιδιαιτερότητας είναι ότι ο Ρόμπερτ Ε. Τράβις δεν σκέφτεται με το μυαλό, σκέφτεται με την καρδιά κι όταν από μικρός άκουγε ότι ο εγκέφαλος δίνει εντολές στο σώμα ξέσπαγε σ’ ένα λαμπερό γέλιο που ανάγκαζε τα υπόλοιπα παιδιά στην τάξη να γυρίζουν τα κεφάλια τους ξαφνιασμένα προς το μέρος του, δηλαδή στο τελευταίο θρανίο. Σύντομα τον απέρριψαν ολοκληρωτικά.

Με τον Ρόμπερτ γεννηθήκαμε στο ίδιο νοσοκομείο την ίδια ακριβώς μέρα με δύο ώρες διαφορά. Πρώτα γεννήθηκε αυτός γύρω στα μεσάνυχτα κι έπειτα γεννήθηκα εγώ. Η πόλη μας ήταν μία συνηθισμένη βιομηχανική πόλη. Φουγάρα, καπνοί και τσιμέντο. Οι γονείς μας ήταν άνθρωποι αγέλαστοι και σκληροί, η ανέχεια σε συνδυασμό με την έλλειψη φιλοδοξίας εύκολα δημιουργεί άψυχα όντα με κέρινες μορφές, λεπτά κεριά που καίγονταν γρήγορα μέσα στη νύχτα αγορασμένα με κλεμμένα κέρματα από απομονωμένο εκκλησάκι ήταν οι άνθρωποι που κατοικούσαν στην πόλη μου.

Τον πλησίασα δειλά με εκείνο το ακατοίκητο συναίσθημα που φωλιάζει μέσα μας όταν πλησιάζουμε κάτι ιερό, μου έδειχνε την πλάση ανοίγοντας τα χέρια του διάπλατα, ένας Χριστός της βιομηχανικής ζώνης, λεπτός σαν τσιγαρόχαρτο, με απύθμενα μάτια φωτισμένα από τα διαστημόπλοια που όργωναν τα όνειρα του πηγαίνοντας τον ασταμάτητα ταξίδια σ’ έναν εξόριστο παράδεισο, ήθελα να σου κλέψω τα όνειρα Ρόμπερτ γιατί τα δικά μου ήταν τόσο ρηχά.

"Κοίτα"μου έλεγε, "κοίτα την ομορφιά, τους μολυβένιους πύργους που αρμενίζουν στο καταπράσινο πέλαγος με τα σπίτια-βάρκες, νιώσε τις φλέβες σου ν’ ανοίγουν απ’ την αγάπη, ω γίνομαι αγκαλιά να τους αγκαλιάσω όλους, να σηκωθούμε ψηλά, πίσω από τον ήλιο εκεί που φεγγοβολούν οι σκιές"

Κι εγώ κοίταζα τα καπνεργοστάσια, τις μισογκρεμισμένες αυλές και τα παιδιά να πετροβολάνε το μολυσμένο ποτάμι, η αφιλόξενη πόλη απλωνόταν μπροστά μου ρυτιδιασμένη γριά που κάθεται σε ξεχαρβαλωμένο καφάσι κι εκείνος έβλεπε την ίδια την Αναγέννηση να σκορπάει ένα άπλετο φως, σ’ έναν πίνακα που δεν τον ζωγράφισε κανείς.

Τα χρόνια που ήρθαν φέρθηκαν άπρεπα στον Ρόμπερτ. Ο ονειροπαρμένος άγγελος μάτωσε πολλές φορές από πέτρες που έσκιζαν τον αέρα και προσγειώνονταν με πόνο στην πλάτη του, δεν υπήρχε μέρα που να μην ξεκολλάει σημειώματα με γραμμένες προσβολές από τα ρούχα του, ώσπου τελικά δεν ξανάγγιξε ύφασμα το ισχνό του κορμί, μάζεψε τα λίγα του υπάρχοντα ανέβηκε τον σαπισμένο λόφο και τα έκαψε χαμογελώντας τόσο λαμπερά που στην πόλη κόπηκε το ρεύμα.

Μετά ήρθαν και τον πήραν με την συμπόνοια ν’ απουσιάζει ολοσχερώς από τ’ αγριεμένα τους πρόσωπα, οι φύλακες της κοινής λογικής εξάλλου δεν έχουν πρόσωπα, έτσι κι αλλιώς φοράνε όλοι το ίδιο αναθεματισμένο εκμαγείο.

Έχω φύγει από την πόλη εδώ και πολύ καιρό, αυτό δεν μ’ εμποδίζει να επιστρέφω μία φορά την εβδομάδα για να τον επισκεφτώ, όταν ανοίγει η πόρτα και με βλέπει αισθάνομαι την πιο άδολη απ’ όλες τις αγάπες που γέννησε η ζωή.

Ομολογώ ότι εξακολουθώ να τον θαυμάζω για όλα αυτά που αντιπροσωπεύει.

Απο που ερχεστε...