Παρασκευή 6 Μαρτίου 2009

Ρόμπερτ Ε. Τράβις



Ο Ρόμπερτ Ε. Τράβις πίστευε ότι οι άνθρωποι που έχουν τρία ονόματα είναι σημαδεμένοι από τον Θεό. Αυτό το πίστευε παλιότερα όταν το μυαλό του συγκέντρωνε αυθαίρετες σκέψεις ανίκανες να δημιουργήσουν ένα συγκροτημένο σύνολο σκέψεων με αρχή, μέση και τέλος. Ήταν ένα άτομο προβληματικό - σύμφωνα με την κοινή λογική- κι αν θα θέλαμε ποτέ να σχεδιάσουμε την πορεία του στην ζωή σίγουρα θα έμοιαζε με καρδιογράφημα. Ο Ρόμπερτ Ε. Τράβις είναι εγκλωβισμένος σ’ ένα θεοσκότεινο άσυλο, κατασκευή της πολιτείας γι’ αυτούς που σκέφτονται διαφορετικά. Μέσα από το μοναδικό χτιστό παράθυρο του κελιού του εξακολουθεί ν’ αντικρίζει τον δικό του κόσμο σε πείσμα της βουτηγμένης στην προκατάληψη επιστήμης της ψυχιατρικής, τα βαριά ηρεμιστικά καθώς και τα πολύχρωμα αντικαταθλιπτικά δεν λιώνουν στο στομάχι του και σύσσωμο το ιατρικό συμβούλιο των άψυχων μασκών κατέφυγε στις ενέσεις, με τρομερό θυμό ανακάλυψαν ότι το υγρό δεν διοχετεύεται στο σώμα του Ρόμπερτ Ε. Τράβις.

Το μυαλό του Ρόμπερτ γελά, αν δεν μπορείς να το καταλάβεις αυτό καλύτερα μην διαβάσεις παρακάτω εξάλλου ο ορθολογισμός είναι η κοινωνία των πολλών και σίγουρα ανήκεις εκεί, το μυαλό του λοιπόν γελά ή χαμογελά πολλαπλά, δεν έχει και μεγάλη διαφορά. Η κύρια αιτία αυτής της παράξενης ιδιαιτερότητας είναι ότι ο Ρόμπερτ Ε. Τράβις δεν σκέφτεται με το μυαλό, σκέφτεται με την καρδιά κι όταν από μικρός άκουγε ότι ο εγκέφαλος δίνει εντολές στο σώμα ξέσπαγε σ’ ένα λαμπερό γέλιο που ανάγκαζε τα υπόλοιπα παιδιά στην τάξη να γυρίζουν τα κεφάλια τους ξαφνιασμένα προς το μέρος του, δηλαδή στο τελευταίο θρανίο. Σύντομα τον απέρριψαν ολοκληρωτικά.

Με τον Ρόμπερτ γεννηθήκαμε στο ίδιο νοσοκομείο την ίδια ακριβώς μέρα με δύο ώρες διαφορά. Πρώτα γεννήθηκε αυτός γύρω στα μεσάνυχτα κι έπειτα γεννήθηκα εγώ. Η πόλη μας ήταν μία συνηθισμένη βιομηχανική πόλη. Φουγάρα, καπνοί και τσιμέντο. Οι γονείς μας ήταν άνθρωποι αγέλαστοι και σκληροί, η ανέχεια σε συνδυασμό με την έλλειψη φιλοδοξίας εύκολα δημιουργεί άψυχα όντα με κέρινες μορφές, λεπτά κεριά που καίγονταν γρήγορα μέσα στη νύχτα αγορασμένα με κλεμμένα κέρματα από απομονωμένο εκκλησάκι ήταν οι άνθρωποι που κατοικούσαν στην πόλη μου.

Τον πλησίασα δειλά με εκείνο το ακατοίκητο συναίσθημα που φωλιάζει μέσα μας όταν πλησιάζουμε κάτι ιερό, μου έδειχνε την πλάση ανοίγοντας τα χέρια του διάπλατα, ένας Χριστός της βιομηχανικής ζώνης, λεπτός σαν τσιγαρόχαρτο, με απύθμενα μάτια φωτισμένα από τα διαστημόπλοια που όργωναν τα όνειρα του πηγαίνοντας τον ασταμάτητα ταξίδια σ’ έναν εξόριστο παράδεισο, ήθελα να σου κλέψω τα όνειρα Ρόμπερτ γιατί τα δικά μου ήταν τόσο ρηχά.

"Κοίτα"μου έλεγε, "κοίτα την ομορφιά, τους μολυβένιους πύργους που αρμενίζουν στο καταπράσινο πέλαγος με τα σπίτια-βάρκες, νιώσε τις φλέβες σου ν’ ανοίγουν απ’ την αγάπη, ω γίνομαι αγκαλιά να τους αγκαλιάσω όλους, να σηκωθούμε ψηλά, πίσω από τον ήλιο εκεί που φεγγοβολούν οι σκιές"

Κι εγώ κοίταζα τα καπνεργοστάσια, τις μισογκρεμισμένες αυλές και τα παιδιά να πετροβολάνε το μολυσμένο ποτάμι, η αφιλόξενη πόλη απλωνόταν μπροστά μου ρυτιδιασμένη γριά που κάθεται σε ξεχαρβαλωμένο καφάσι κι εκείνος έβλεπε την ίδια την Αναγέννηση να σκορπάει ένα άπλετο φως, σ’ έναν πίνακα που δεν τον ζωγράφισε κανείς.

Τα χρόνια που ήρθαν φέρθηκαν άπρεπα στον Ρόμπερτ. Ο ονειροπαρμένος άγγελος μάτωσε πολλές φορές από πέτρες που έσκιζαν τον αέρα και προσγειώνονταν με πόνο στην πλάτη του, δεν υπήρχε μέρα που να μην ξεκολλάει σημειώματα με γραμμένες προσβολές από τα ρούχα του, ώσπου τελικά δεν ξανάγγιξε ύφασμα το ισχνό του κορμί, μάζεψε τα λίγα του υπάρχοντα ανέβηκε τον σαπισμένο λόφο και τα έκαψε χαμογελώντας τόσο λαμπερά που στην πόλη κόπηκε το ρεύμα.

Μετά ήρθαν και τον πήραν με την συμπόνοια ν’ απουσιάζει ολοσχερώς από τ’ αγριεμένα τους πρόσωπα, οι φύλακες της κοινής λογικής εξάλλου δεν έχουν πρόσωπα, έτσι κι αλλιώς φοράνε όλοι το ίδιο αναθεματισμένο εκμαγείο.

Έχω φύγει από την πόλη εδώ και πολύ καιρό, αυτό δεν μ’ εμποδίζει να επιστρέφω μία φορά την εβδομάδα για να τον επισκεφτώ, όταν ανοίγει η πόρτα και με βλέπει αισθάνομαι την πιο άδολη απ’ όλες τις αγάπες που γέννησε η ζωή.

Ομολογώ ότι εξακολουθώ να τον θαυμάζω για όλα αυτά που αντιπροσωπεύει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απο που ερχεστε...