Τετάρτη 4 Μαρτίου 2009

Spare me the fairy tales

Μιλάς και ξέρω τι θα πεις, πριν ακόμη το σκεφτείς. Μα γιατί δεν τα σκέφτηκες όλα αυτά, απλά τα άκουσες από κάποιον, τα διάβασες κάπου, τα κόπιαρες, τα αποθήκευσες και έκανες και back up, μην τυχόν τα χάσεις. Τώρα λοιπόν αν εγώ σου απαντήσω σε όλα αυτά με την απλή και straight to the point ατάκα: Μερικές φορές καλύτερα να γ***ς παρά να μιλάς, εγώ θα φταίω; Δεν γίνονται οι άντρες από μόνοι τους ψεύτες. Σωστά, πάντα μια γυναίκα τους κάνει. Δεν γίνονται ούτε όμως και οι γυναίκες από μόνες τους σκύλες.... Φταίει ο καιρός.

Και η επιστημονική άποψη τώρα.
------------------------------------------
Από το βιβλίο «Πολιτισμός και φυσική επιλογή», εκδόσεις Αρδενίδη, Αθήνα 2003)του Κων/νου Δημ. Μαρίτσα (από Λάστα Γορτυνίας)
Όπως προαναφέρετε στο βιβλίο: «Ο άνδρας επινόησε τη γλώσσα για να ικανοποιήσει τη βαθιά ανάγκη του να επιλέγεται για αναπαραγωγή από τις γυναίκες. Με τη γλώσσα ο (αδύνατος) άνδρας έλεγε ψέματα για να αναδείξει τον εαυτό του σε ήρωα. Ακριβώς, σκοπός της γλώσσας είναι να λέμε ψέματα. Αν σκοπός της ήταν η αλήθεια, τότε δε θα χρειαζόταν γλώσσα – όλοι ξέρουν την αλήθεια.»
...
«Ας αναλύσουμε την "πορεία" του αδύνατου άνδρα
-Οι άνθρωποι ήσαν πολιτισμένοι, άρα και ο αδύνατος άνδρας είχε δικαίωμα να επιλεγεί για αναπαραγωγή από τις γυναίκες, με τα γνωστά κριτήρια. Πάντα όμως ο δυνατός υπερτερούσε.
–Ο αδύνατος παρατηρούσε, ότι όποιος σκότωνε την αρκούδα επιλεγόταν από τις γυναίκες.
–Ο αδύνατος καταλάβαινε, ότι για να επιλεγεί από τις γυναίκες έπρεπε και αυτός να σκοτώσει την αρκούδα.
–Ο αδύνατος, μη μπορώντας να σκοτώσει την αρκούδα, φαντάστηκε ότι τη σκότωσε.
–Ο αδύνατος παρουσίαζε τη φαντασία του ως αλήθεια στις γυναίκες, για να επιλεχθεί προς αναπαραγωγή.
–Ο αδύνατος περιέγραφε το ψέμα ως αλήθεια στις γυναίκες (γλώσσα, ζωγραφική). Ο δυνατός σκότωσε την αρκούδα, ο αδύνατος ζωγράφισε, έκανε τέχνη. (Αναλογικά, ο δυνατός άρπαζε, ο αδύνατος έκλεβε!)»

Και για να ελαφρύνει το κλίμα
---------------------------------------
Μια μέρα ένας ξυλοκόπος εκεί που πελεκούσε ένα κορμό δίπλα σ' ένα ποτάμι, του φεύγει το τσεκούρι και πέφτει μέσα στο θολό νερό. Μεγάλη η ζημιά και τον είχαν πάρει σχεδόν τα κλάματα, όταν εμφανίζεται ο Κύριος και τον ρωτάει:
- Γιατί κλαις;
Ο ξυλοκόπος του λέει για το τσεκούρι, ο Κύριος βυθίζεται στο ποτάμι και, όταν ξαναεμφανίζεται, κρατάει ένα χρυσό τσεκούρι:- Αυτό είναι το τσεκούρι σου; τον ρωτάει.Ο ξυλοκόπος απαντάει:
- Όχι!Ο Κύριος ξαναβυθίζεται και εμφανίζεται με ένα ασημένιο τσεκούρι:- Αυτό είναι το τσεκούρι σου; ρωτάει Ο ξυλοκόπος.
- Όχι!Τρίτη βουτιά ο Κύριος και βγαίνει με ένα σιδερένιο τσεκούρι.
- Μήπως, αυτό είναι το τσεκούρι σου;
- Ναι!
Ο Κύριος χάρηκε για την τιμιότητα του ξυλοκόπου και του χάρισε ΚΑΙ τα άλλα δυο πολύτιμα τσεκούρια. Ο ξυλοκόπος γύρισε σπίτι του πασιχαρέστατος...
Μετά από καιρό, καθώς έκαναν βόλτα με τη γυναίκα του άκρη - άκρη στο ποτάμι, τρώει αυτή μια γλίστρα και παρ' την μέσα. Ο ξυλοκόπος, που δεν ήξερε μπάνιο, το 'ριξε στο κλάμα, οπότε να σου πάλι ο Κύριος:
- Γιατί κλαις;
- Κύριε, η γυναίκα μου έπεσε μέσα στο ποτάμι!
Ο Κύριος ρίχνει μια βουτιά και βγαίνει με την Κλώντια Σίφερ.
- Αυτή είναι η γυναίκα σου;
- Ναι! φώναξε ο ξυλοκόπος.
Ο Κύριος έγινε έξαλλος!
- Τι λες, ρε ψεύτη του κερατά! Ο ξυλοκόπος:
- Συγχώρεσέ με, Κύριε... πρόκειται για παρανόηση... αν έλεγα «όχι» στην Κλώντια Σίφερ, μετά θα μου έβγαζες τη Σάρον Στόουν... και αν έλεγα «όχι» και σ' αυτήν, μετά θα μου έβγαζες τη γυναίκα μου... εγώ θα έλεγα ναι... και θα μου τις έδινες και τις τρεις... αλλά, Κύριε, εγώ είμαι ένας φτωχός ξυλοκόπος, πως να τις συντηρώ ΤΡΕΙΣ γυναίκες;........ γι' αυτό είπα "ναι"!

Το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας είναι ότι όποτε ένας άντρας λέει ψέματα, το κάνει για κάποιο αξιοπρεπή και συνετό λόγο!

Κατηγορία: Ελληνική λογοτεχνία

Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια


''Η μεγάλη τραγωδία της ζωής δεν είναι ότι πεθαίνουν οι άνθρωποι αλλά ότι παύουν ν' αγαπούν''
Σόμερσετ Μομ

Ο 62χρονος Τζούλιαν Μπαρνς, από τους γνωστότερους Βρετανούς συγγραφείς, γεννήθηκε το 1946 στο Λέστερ της Μεγάλης Βρετανίας. Σπούδασε νομικά και γαλλική φιλολογία στην Οξφόρδη. Το 1986 η Ακαδημία Τεχνών και Γραμμάτων των ΗΠΑ του απένειμε το βραβείο Ε. Μ. Φόρστερ. Το μυθιστόρημά του «Άρθουρ και Τζορτζ» ήταν υποψήφιο για το βραβείο Booker 2005, όπως επίσης και «Ο Παπαγάλος του Φλωμπέρ» το 1984. Η έκδοση του τελευταίου βιβλίου του, ''Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια'', κρύβει μια τραγική ειρωνεία, καθώς λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία του έχασε τη γυναίκα του στην Αγγλία.

Ο θάνατος και η στάση του ανθρώπου απέναντι σ' αυτόν, είναι το θέμα του βιβλίου του Μπαρνς. Ο συγγραφέας από την αρχή δηλώνει αγνωστικιστής: ''Δεν πιστεύω στο θεό, αλλά μου λείπει''. Παραθέτει τις παιδικές του αναμνήσεις και τις απόψεις των μελών της οικογένειάς του και των φίλων του όσον αφορά την πίστη τους σε κάποιο θεό, καθώς και τις υπάρχουσες ή μη φοβίες τους για το θάνατο. Οι τοποθετήσεις γύρω από τη φθαρτότητα δεκάδων συγγραφέων, μουσικών, δημοσιογράφων και γενικότερα καλλιτεχνών, παρελαύνουν και φωτίζουν ποικίλες πλευρές του κεντρικού αυτού θέματος. Ο αδερφός του συγγραφέα, φιλόσοφος Τζόναθαν Μπαρνς ως αντίλογος, οι οικογενειακοί νεκροί, παππούδες και γονείς, οι φίλοι και πολλές φωνές ακόμα βοηθούν στην εμβάθυνση της αναπότρεπτης αυτής πτυχής της ζωής όλων των θνητών. Ερωτήματα όπως τα παρακάτω ταλανίζουν το συγγραφέα: ''Όσοι πιστεύουν στο θεό φοβούνται λιγότερο από τους άθεους; Οι πιστοί απολαμβάνουν λιγότερο τη ζωή; Τι σημαίνει να πεθαίνεις καλά;''

Ο Τζούλιαν Μπαρνς στοχάζεται και φιλοσοφεί γύρω από το θέμα της θνητότητας, του επέκεινα και της πίστης ή μη σε θεό, χρησιμοποιώντας αυτοβιογραφικά στοιχεία. Αναγνωρίζει το αναπόφευκτο τέλος και προσπαθεί να το υπερβεί μέσω της συγγραφής με μια ανάλαφρη και χιουμοριστική διάθεση. Παραδέχεται ότι πεθαίνει κανείς όταν εξαντληθούν οι λόγοι που τον κρατούν στη ζωή. Το βιβλίο αυτό είναι ένα μάθημα ζωής και όχι θανάτου. Πρέπει διαρκώς κανείς να αναζητά κάτι που να τον κρατά στη ζωή περισσότερο. Η σκέψη του είναι συνειρμική και πηγαίνει από το ένα θέμα στο άλλο χωρίς να υπάρχουν κεφάλαια. Το βιβλίο του έχει τη μορφή συνεχούς μονολόγου. Ο τίτλος του κρύβει την επιθυμία όλων μας, που είναι η απελευθέρωση από κάθε ζυγό φοβίας.

Συγγραφέας: Τζούλιαν Μπαρνς
Εκδοτικός Οίκος: ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Κατηγορία: Ξένη Λογοτεχνία
Σελίδες: 365
Διαβάστε τις πρώτες σελίδες

Τζέντα: Το νέο βιβλίο της Αλεξάνδρας Παπαδημητρίου


Τζέντα ονομάζεται το νέο βιβλίο της Αλεξάνδρας Παπαδημητρίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη, του οποίου η παρουσίαση θα γίνει στις 11 Μαρτίου στην Αίθουσα Λόγου της Στοάς του Βιβλίου.

Η πλοκή του βιβλίου

Τζέντα, δεκαετία του '50. Η πόλη όπου τα πάντα απαγορεύονται. O κινηματογράφος, το γραμμόφωνο, το οινόπνευμα, ακόμα και το τηλέφωνο, θεωρούνται σύνεργα του Διαβόλου. Οι γυναίκες δε βγαίνουν ασυνόδευτες ή ακάλυπτες και μόνο οι ξένες έχουν το προνόμιο να κυκλοφορούν με μακρυμάνικα φορέματα. Το επίνειο της Μέκκας προετοιμάζεται για να γίνει η πατρίδα των πετρελαίων και η κοιτίδα των οικονομικών εξελίξεων.

Είναι η πόλη όπου ξεκινά η μάχη του Αριστοτέλη Ωνάση για να σπάσει το αραβικό κατεστημένο και ταυτόχρονα η πόλη όπου έρχονται, αφήνοντας την Αλεξάνδρεια, οι ήρωες του βιβλίου, για να αψηφήσουν το άγνωστο και να αντιπαρατεθούν στην πρόκληση.

Στο εξομολογητικό αυτό αφήγημα της Αλεξάνδρας Παπαδημητρίου αναβιώνουν πρόσωπα υπαρκτά, μελωδίες αισθαντικές, αυθεντικές μυρωδιές και αρώματα της Αραβίας, που ανασυστήνουν τη γοητευτική ατμόσφαιρα της Ανατολής, το εντυπωσιακό ψηφιδωτό μιας ολόκληρης εποχής, αλλά και την αληθινή ιστορία μιας οικογένειας που ήταν «εκεί», όταν γεννιόταν η νέα πόλη από τον πλούτο της ερήμου.

Η συγγραφέας

Γέννημα-θρέμμα της Αλεξάνδρειας και του Αβερώφειου Παρθεναγωγείου, η Αλεξάνδρα Κρασάρη παντρεύτηκε το 1953 τον επίσης Αλεξανδρινό και Αβερωφίτη Στέλιο Παπαδημητρίου. Γνωρίστηκαν στην ηλικία των είκοσι τριών, τότε που οι ελληνικές σχολές της Αλεξάνδρειας είχαν σχεδόν τρεις χιλιάδες μαθητές.

Όταν, αργότερα, οι μαθητές μειώθηκαν στους εξήντα και οι διδάσκοντες έγιναν ελάχιστοι, η Αλεξάνδρα και ο Στέλιος Παπαδημητρίου αποφάσισαν να επαναπατριστούν, καθώς έβλεπαν τα τρία αγόρια τους να είναι οι μόνοι Ευρωπαίοι μαθητές στη Σχολή «Σεντ Μαρκ», το κατεξοχήν κάποτε πανευρωπαϊκό εκπαιδευτήριο.

Το 1966 εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπου σπούδασαν και τα τρία παιδιά τους, από το δημοτικό έως το πανεπιστήμιο και το Πολυτεχνείο. Η Αλεξάνδρα δίδαξε στο Ινστιτούτο Αμερικανικών Σπουδών έως το 1970 και ο σύζυγός της άσκησε ευτυχής τη δικηγορία στη χώρα όπου γεννήθηκε ως επιστήμη.

Στην παρουσίαση θα μιλήσουν οι:

Σοφία Γιαλουράκη, εκπαιδευτικός – συγγραφέας

Νίκος Μπακουνάκης, δημοσιογράφος – επίκουρος καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου

Γιώργος Μπαμπινιώτης, καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών – πρόεδρος Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού.

Αποσπάσματα από το βιβλίο θα διαβάσει η ηθοποιός Κατερίνα Διδασκάλου.

Κατηγορία: Ελληνική λογοτεχνία

Little red riding hood - Τέλος


Ο λύκος με τα δόντια χωμένα στον ώμο μου με έσερνε πάνω στις πευκοβελόνες. Το κορίτσι με τον κόκκινο σκούφο μιλούσε με το τίποτα. Η λαγνεία είχε χαθεί νικημένη από την θλίψη και την αφόρητη οδύνη. Έσκυψε από πάνω μου και με μια φωνή σημαδεμένη από κάθε είδους ανθρώπινης μοναξιάς με ρώτησε

- Λύκε, λύκε είσαι εδώ;

Ανάμνηση

Το παιδί παρατηρούσε την μητέρα. Η μητέρα φορούσε κόκκινο φόρεμα κι έλαμπε σαν έκπτωτος πόθος φωτίζοντας την μεγάλη αίθουσα από άκρη σε άκρη. Το παιδί έγειρε το κεφάλι του στην αγκαλιά μιας ξένης κι αποκοιμήθηκε. Η μητέρα ονειρευόταν τις στιγμές που δεν έζησε. Το παιδί ονειρευόταν την μητέρα με ασημένιο στέμμα να πλησιάζει αγέρωχα τον θρόνο της. Η μητέρα κάθισε στον θρόνο κι άνοιξε τα πόδια της. Το παιδί κατακεραυνωμένο από την ζήλια απώθεσε το στομάχι του στην αγκαλιά μιας ξένης. Η ξένη του χάιδεψε τα μαλλιά με την ευπάθεια της προσωρινής αγάπης. Η μητέρα κάλεσε την ξένη κοντά της και την χαστούκισε χωρίς να δεχτεί να την κοιτάξει. Τα δαχτυλίδια όργωσαν το χάρτινο μάγουλο και το ξύλινο πάτωμα ξεδίψασε με αίμα. Το παιδί ξύπνησε και ούρλιαξε φοβισμένο. Η μητέρα άνοιξε την πόρτα και πρόσφερε το γυμνό στήθος της στο παιδί. Το παιδί με την μνήμη της ζήλιας να αυλακώνει το μέτωπό του απέστρεψε το στόμα. Η μητέρα το άρπαξε από τον λαιμό και με την εξουσία που πάντα παρέχει η γονική μέριμνα του έχωσε την ρώγα της στο στόμα. Το παιδί άρχισε να θηλάζει.

Η Μόνα περπατούσε στην γυαλιστερή άσφαλτο με το κεφάλι της να αιχμαλωτίζει τη νύχτα. Η Μόνα ήταν ολόιδια η μητέρα.

Τέλος ανάμνησης

Η νεκρή λαμαρίνα της Πλίμουθ άστραφτε κάτω από το φεγγάρι κι οι λύκοι ξαπλωμένοι γύρω της σαν άγρυπνοι φύλακες και υπήκοοι μαζί έσκαβαν το χώμα για να ξεθάψουν - στεγνοί από έλεος- την τελευταία ενοχή. Η Μόνα λατρεμένη Θεά ενός άλλου κόσμου βγήκε από την λαμαρίνα ντυμένη με την πυρκαγιά. Από τα χείλη της γαλάζιες νότες ξεχύθηκαν σαν ουλές κι απλώθηκαν στο βασίλειο του δάσους:

Fly me to the moon
Let me sing among those stars
Let me see what spring is like
On Jupiter and mars

In other words, hold my hand
In other words, baby kiss me

Fill my heart with song
Let me sing for ever more
You are all I long for
All I worship and adore

In other words, please be true
In other words, I love you

Το κορίτσι με τον κόκκινο σκούφο μου γλίστρησε στην ψυχή την μακάβρια υποψία

- ” Είμαι το νεκρό της παιδί, το παιδί σου “

Δυo σιδερένια χέρια γράπωσαν το μυαλό μου κι η αυλαία της τρέλας έτριξε θριαμβευτικά

Βρέθηκα στα σκαλιά του ακροβολισμένου μου σπιτιού μισός άνθρωπος μισός τυμβωρύχος. Η ομίχλη υπερτόνιζε την αίσθηση της νέκρας δυσκολεύοντας τα λιγοστά μου βήματα. Σύρθηκα προς την πόρτα σαν κατάρα βγαλμένη από αγαπημένο στόμα την ώρα του θυμού. Η γραφομηχανή κούνησε τα πλήκτρα της σαν γυναίκα που καλεί έναν φανταστικό εραστή.

- Μου έλειψες Τζέιμς.

Με πήραν δύο μήνες μετά αφού πρώτα έσπασαν την πόρτα. Δεν μου φέρθηκαν άσχημα. Στα μάτια τους ζωγραφιζόταν εκείνος ο επίπλαστος οίκτος που σχηματίζεται συνήθως στα μάτια των ανθρώπων όταν αντικρίζουν μια χαμένη ζωή . Μου έκαναν μία ένεση με ένα κίτρινο παχύρρευστο υγρό. Φύγαμε ήσυχα κι από το τζάμι του ασθενοφόρου είδα το κορίτσι με τον κόκκινο σκούφο να με αποχαιρετά με δάκρυα στα μάτια.

Κατά έναν παράξενο τρόπο αυτό το γεγονός με έκανε σχεδόν ευτυχισμένο. Μετά έγειρα το κεφάλι μου κι αποκοιμήθηκα στην αγκαλιά ενός ξένου.

Little red riding hood - Part 3


Τα πλήκτρα χόρευαν με τον ιδρώτα μου καθώς τα δάχτυλά μου διοχέτευαν τον πυρετό σε λευκές σελίδες που γέμιζαν μονομιάς με μαύρα τυποποιημένα γράμματα. Στον ουρανό δυο νυχτοπούλια ζυγιάστηκαν πριν αλληλοσπαραχτούν και το πιο αδύναμο προσγειώθηκε απότομα μπροστά στα ακίνητα πόδια μου, δυο στάλες αίμα έβαψαν την τελευταία σελίδα της γραφομηχανής. Το πουλί τινάχτηκε σπασμωδικά και μετά κοκάλωσε παίρνοντας το πρόσωπο μου σαν την ύστατη ανάμνηση ενός άδικου κόσμου.

Είναι παράξενος ο ήχος ενός ξερόκλαδου όταν σπάει στην σιγαλιά της νύχτας. Πίσω από τον ήχο κρύβεται το άγνωστο, το απρόσωπο, το απροειδοποίητο. Κι έτσι σήκωσα το κεφάλι από την γραφομηχανή και άφησα απαλά τα χέρια μου να ξεφύγουν από τα πλήκτρα. Η γραφομηχανή άρχισε να θρηνεί με την αξιοπρέπεια ενός στωικού μηχανήματος, το κλάμα της ήταν σιδερένιο με ηχόχρωμα σκουριάς.

Το κορίτσι με τον κόκκινο σκούφο ερχόταν κατευθείαν από την χώρα της λαγνείας. Κουνούσε με χάρη το πανέρι της καθώς με πλησίαζε χωρίς να βιάζεται. Σε σκότωσα Μόνα, σκέφτηκα και ήρθε η ώρα να ξεπληρώσω το χρέος, το κορίτσι φοράει το φόρεμά σου κι η βραδιά ανασαίνει θυμάρι. Το χέρι της ακούμπησε το δικό μου κι αν δεν αποτραβιόμουν έγκαιρα το δέρμα μου θα είχε καεί. Έβγαλε από το πανέρι ένα βατόμουρο και μου το άφησε στα χείλη μαζί με το δάχτυλό της, το κορμί μου τεντώθηκε σαν εκκρεμές κι ένα μανιτάρι βρέθηκε να γλιστράει στον λαιμό μου.

Πέταξα την γραφομηχανή από το ετοιμόρροπο τραπέζι και μπήκα μέσα της με την μανία εκείνη που ορίζει την κάθε εξέγερση της ξεχασμένης σάρκας, το τραπέζι - ανεπανάληπτο κειμήλιο αποτυχημένων εμπνεύσεων - δεν άντεξε τον πόθο και σωριάστηκε άψυχο ξύλο στα σκαλιά της βεράντας - ξύλο στο ξύλο, στάχτες στις στάχτες.

Φώτα μαστίγωναν τις αισθήσεις μου κι ο Μπους ντυμένος Καρυάτιδα τραγούδαγε την Συμπάθεια για τον Διάβολο ενώ ο Τζάγκερ χτυπούσε παλαμάκια φωνάζοντας

- Μπράβο Τζορτζ, είσαι ο σύγχρονος άνθρωπος, σκότωσέ τους όλους μα άφησε τον Τζέιμς να υποφέρει.

Τα παράθυρα του σπιτιού γελούσαν ρυθμικά κι όλες οι λάμπες έσπασαν σε μικρά κομμάτια που πέταξαν προς το δάσος.

Τα χέρια της χώθηκαν στην πλάτη μου βαφτίζοντάς τη “γη των μικρών κόκκινων ποταμών” και μέσα από τα δέντρα ξεπετάχτηκε ένας μεγαλόσωμος λύκος, έχωσε τα δόντια του στον ώμο μου κι άρχισε να με σέρνει πάνω στις πευκοβελόνες.

Το δάσος βρυχήθηκε ευχαριστημένο.

Little red riding hood - Part 2


Η υπάλληλος με κοίταξε με απάθεια την ώρα που της έδινα τον δίσκο. Ένα κορίτσι επαρχιακής πόλης με στεγνά όνειρα, φακίδες στα μάγουλα και λίμνες στα μάτια. Κι ύστερα εντελώς ξαφνικά και χωρίς την παραμικρή ρωγμή στον χρόνο το πρόσωπό της άρχισε να μεταλλάσσεται ώσπου πάνω στους ώμους της έστεκε ένα κεφάλι σκύλου με πεσμένα αυτιά

- Τα ρέστα σας κύριε, είπε ο σκύλος

Τέντωσα αυθόρμητα τον λαιμό μου για να κοιτάξω πίσω από το ταμείο και τότε είδα την ουρά. Άρπαξα τα κέρματα κι έτρεξα προς τον ήλιο έξω από την πόρτα με το κίτρινο αυτοκόλλητο ” Νέες προσφορές για όλα τα γούστα”. Η μοναδική λεωφόρος της πόλης έσφυζε από κόσμο κάθε ηλικίας. Ένας γέρος πέρασε από μπροστά μου με πρόσωπο μπαμπουίνου και καλημέρισε πρόσχαρα μια οικογένεια με γουρουνίσια πρόσωπα.

Καλημέρα σας κύριε Σμιθ, απάντησαν τα γουρούνια με αξιοζήλευτο συγχρονισμό.

Απέφευγα συστηματικά να ξανανταμώσω πρόσωπο μέχρι που βγήκα από την πόλη και βρέθηκα και πάλι στον ράθυμο χωματόδρομο για την επιστροφή στο σπίτι. Ο ήλιος είχε χαθεί διωγμένος από τα σύννεφα και η ατμόσφαιρα έγινε ψυχρή σαν οικογενειακή διαμάχη. Ο χωματόδρομος ήταν από εκείνους τους χωματόδρομους που βλέπεις σε ταινίες δεύτερης διαλογής. Μοναχικός σκονισμένος είλωτας κουρασμένων ανθρώπινων βημάτων. Δεξιά κι αριστερά η βλάστηση ήταν πυκνή και μονότονη, η πανίδα της περιοχής αποτελούταν αποκλειστικά από βάτα. Η ομίχλη σκέπασε την ζωή με τον τρόπο που οτιδήποτε θολό σκεπάζει την ζωή, ένα αδιαπέραστο τείχος απλώθηκε μπροστά μου σαν σεντόνι που δραπέτευσε από όνειρο σεξουαλικής καταβύθισης. Δεν έβλεπα ούτε την ίδια μου την αναπνοή. Μέσα από τα βάτα κάτι σερνόταν με δυσκολία, ο ήχος του συρσίματος πάγωσε το δέρμα μου και αγκύλωσε όλο μου το κορμί. Και τότε ένα κόκκινο φόρεμα διέσχισε σερνάμενο τον χωματόδρομο, από το φόρεμα έλειπε το σώμα κι από τις φλέβες μου ξεχύθηκε ωμός κρύος πανικός.

Ήταν το φόρεμα που φορούσε η Μόνα τη νύχτα που σκοτώθηκε.

Στην κουνιστή πολυθρόνα

Η γραφομηχανή υποκαθιστά το πέος. Η έλλειψη έμπνευσης ισοδυναμεί με σαρκική ανεπάρκεια. Την κοίταζα να περιμένει μάταια τα δάχτυλά μου κι ίσως την άκουσα να αναστενάζει με λύπη. Είχε βραδιάσει κι από το δάσος ακούγονταν τα παράξενα μοιρολόγια των λύκων και οι ανατριχιαστικές κραυγές των νυχτερίδων. Βγήκα στην βεράντα κι ανέπνευσα το θυμάρι, η μυρωδιά του έβαλε φωτιά στις αισθήσεις μου κι ένας πρωτόγνωρος πυρετός κυριάρχησε σε κάθε αραχνιασμένη γωνιά της ψυχής μου. Πισωπάτησα κι έτρεξα προς το σαλόνι σαν αλλοπαρμένος. Την πήρα στην αγκαλιά μου και βγήκαμε μαζί στον θυμαρένιο κόσμο.

Έμπνευση, έμπνευση, πόρνη των παραισθήσεων και των αιματοβαμμένων βράχων.

Έγραφα κι έπινα, έπινα κι έγραφα. Δεν είμαι σπουδαίος αλλά γνωρίζω τα σπουδαία, δεν είμαι αθάνατος αλλά γνωρίζω την αθανασία. Αν αύριο με χαϊδέψει η σήψη τι θα έχω αφήσει για κληρονομιά σε τούτη εδώ την αφόρητη πλάση…

Μόνο γραπτά κι επιθυμίες.

Little red riding hood - Part 1


Little Red Riding Hood
I don’t think little big girls should
Go walking in these spooky old woods alone.

What big eyes you have,
The kind of eyes that drive wolves mad.
So just to see that you don’t get chased
I think I ought to walk with you for a ways.

What full lips you have.
They’re sure to lure someone bad.
So until you get to grandma’s place
I think you ought to walk with me and be safe.


Το ανθρώπινο μυαλό είναι σαν ρολόι. Οι δείκτες του κινούνται για χρόνια με τον ίδιο ρυθμό καθορίζοντας συνήθειες και ανάγκες. Ώσπου μία αόρατη σχεδόν δυσλειτουργία αρκεί για να σε τοποθετήσει στο όριο. Είναι Χριστούγεννα και στο Ίδρυμα επικρατεί απόλυτη ησυχία.

Οι τρόφιμοι ξαπλωμένοι στα σιδερένια τους κρεβάτια υποκρίνονται πως είναι ζωντανοί αλλά δεν μπορούν να γράψουν ούτε το όνομά τους - όσοι βέβαια το θυμούνται ακόμα. Με λένε Τζέιμς κι έχω μέσα μου πολλαπλές προσωπικότητες. Η ιστορία μου γράφτηκε με τα χέρια των εμμονών μου. Χωρίς αυτές θα ήμουν ήδη νεκρός.

Οι πρώτες ενδείξεις

Το σπίτι μου ακροβολισμένο στις παρυφές του δάσους ήταν μία παραμελημένη έπαυλη με λευκά γελαστά παράθυρα και πόρτες που έτριζαν από έλλειψη φροντίδας. Τα αγριόχορτα έπνιγαν τα σκαλιά με τα μακριά τους δάχτυλα κι όταν κρυβόμουν στην κουνιστή πολυθρόνα της βεράντας άκουγα τα ουρλιαχτά τον λύκων να απλώνονται στον νυχτερινό ουρανό. Η παλιά γραφομηχανή έστεκε στο σαλόνι σαν επικήδειος έμπνευσης και τα άδεια μπουκάλια στο πάτωμα συγκρούονταν αναμεταξύ τους κάθε φορά που ο Θεός θυμωμένος με τους θνητούς άστραφτε την οργή του. Περπατούσα στον στενό δρόμο που οδηγούσε στην πόλη προσπαθώντας να γεννοβολήσω ιδέες που θα μορφοποιούνταν στο χαρτί. Φανταζόμουν τον εαυτό μου σαν έναν άγιο στεφανωμένο από την αποτυχία. Η αποτυχία εμπεριέχει μία ξεχωριστή ιερότητα την οποία θεωρώ άσκοπο να αναλύσω. Η απόσταση από το αναχρονιστικό σπίτι μου ως την πόλη με τις περιποιημένος αυλές και τα ροδοκόκκινα μάγουλα ήταν όση είναι η απόσταση της λογικής από τον παραλογισμό, μία ανάσα δρόμος. Οι πρώτες ενδείξεις διαταραχής παρουσιάστηκαν ένα ηλιόλουστο πρωινό όταν έψαχνα τους δίσκους στα ράφια του ασφυκτικά μικρού τοπικού δισκοπωλείου. Η μανία μου με το παρελθόν με έσερνε πάντοτε στα πιο σκονισμένα ράφια.

Sam The Sham and the Paraohs - Little Red Riding Hood

Ανάμνηση

Φορούσε κόκκινο φόρεμα και τα μαλλιά της άγγιζαν το πρόσωπο μου καθώς ήταν γερμένη πάνω μου κι εγώ πατούσα με δύναμη το γκάζι της Πλίμουθ για να πετάξουμε ως το τέλος του κόσμου. Στο τέλος του κόσμου εκεί που τα σπίτια είναι ανοιχτά γιατί δεν φοβάται κανείς. Ήταν η μικρή Θεά της πόλης, όλοι την ήθελαν και κανείς δεν τολμούσε. Οι γάμπες της γυάλιζαν κάτω από την χλομάδα του φεγγαριού όταν την πλησίασα oλοκληρωτικά συνεπαρμένος ζητώντας της να αγνοήσει τους κανόνες. Με κοίταξε βαθιά και γίναμε πειρατές σε μια αλλόκοτη Αυγουστιάτικη νύχτα, η άσφαλτος ήταν το πέλαγος κι εμείς ανυπόμονα κορμιά μεθυσμένα από την πλάνη.

Είδα τον γκρεμό μα ήταν αργά. Ένα λάθος από αυτά που δεν διορθώνονται. Επέζησα αλώβητος όπως επιζούν όλοι οι καταραμένοι. Η Μόνα με τον λαιμό να κρέμεται από το σπασμένο παράθυρο, αποχαιρέτησε την ομορφιά και τις Αυγουστιάτικες νύχτες.

Σύρθηκα λίγα μέτρα κι έπειτα έχασα τις αισθήσεις μου.

Χρονοβορά


Δέξου από μας μια σπονδή
της μνήμης ταχυδρόμε...
Όταν για σένα θα χαράζει μαύρος Ήλιος.
Στις όχθες του Άδη θα γυρνάνε αλιγάτορες.
Πάντοτε αχόρταγοι...
Ισχνοί και θολωμένοι...

Όταν τα δόντια βύθισες στης Μοίρας σου τη σάρκα
τα νεύρα σου γεμίσανε με ρεύμα.
Η φλέβα από το μέτωπο πετάχτηκε
κι έδεσε πορτοκαλιά κουρέλια
ολόγυρα απ’ το νου σου.
Σφιχτά, να σου στερούν τον ύπνο...

Δε μας, ημέρεψε η σιωπή σου
γιατί είχε ψίθυρο από κάθε αμαρτία.
Η κραυγή σου δε μας λύτρωσε...
Ήταν βουβή σαν κρεμασμένου
και το χνώτο σου μύριζε αίμα.
Ήξερες άραγε ότι ήταν το δικό σου;

Δημήτρης Βαρδουλάκης

Απο που ερχεστε...