Τετάρτη 4 Μαρτίου 2009

Little red riding hood - Part 3


Τα πλήκτρα χόρευαν με τον ιδρώτα μου καθώς τα δάχτυλά μου διοχέτευαν τον πυρετό σε λευκές σελίδες που γέμιζαν μονομιάς με μαύρα τυποποιημένα γράμματα. Στον ουρανό δυο νυχτοπούλια ζυγιάστηκαν πριν αλληλοσπαραχτούν και το πιο αδύναμο προσγειώθηκε απότομα μπροστά στα ακίνητα πόδια μου, δυο στάλες αίμα έβαψαν την τελευταία σελίδα της γραφομηχανής. Το πουλί τινάχτηκε σπασμωδικά και μετά κοκάλωσε παίρνοντας το πρόσωπο μου σαν την ύστατη ανάμνηση ενός άδικου κόσμου.

Είναι παράξενος ο ήχος ενός ξερόκλαδου όταν σπάει στην σιγαλιά της νύχτας. Πίσω από τον ήχο κρύβεται το άγνωστο, το απρόσωπο, το απροειδοποίητο. Κι έτσι σήκωσα το κεφάλι από την γραφομηχανή και άφησα απαλά τα χέρια μου να ξεφύγουν από τα πλήκτρα. Η γραφομηχανή άρχισε να θρηνεί με την αξιοπρέπεια ενός στωικού μηχανήματος, το κλάμα της ήταν σιδερένιο με ηχόχρωμα σκουριάς.

Το κορίτσι με τον κόκκινο σκούφο ερχόταν κατευθείαν από την χώρα της λαγνείας. Κουνούσε με χάρη το πανέρι της καθώς με πλησίαζε χωρίς να βιάζεται. Σε σκότωσα Μόνα, σκέφτηκα και ήρθε η ώρα να ξεπληρώσω το χρέος, το κορίτσι φοράει το φόρεμά σου κι η βραδιά ανασαίνει θυμάρι. Το χέρι της ακούμπησε το δικό μου κι αν δεν αποτραβιόμουν έγκαιρα το δέρμα μου θα είχε καεί. Έβγαλε από το πανέρι ένα βατόμουρο και μου το άφησε στα χείλη μαζί με το δάχτυλό της, το κορμί μου τεντώθηκε σαν εκκρεμές κι ένα μανιτάρι βρέθηκε να γλιστράει στον λαιμό μου.

Πέταξα την γραφομηχανή από το ετοιμόρροπο τραπέζι και μπήκα μέσα της με την μανία εκείνη που ορίζει την κάθε εξέγερση της ξεχασμένης σάρκας, το τραπέζι - ανεπανάληπτο κειμήλιο αποτυχημένων εμπνεύσεων - δεν άντεξε τον πόθο και σωριάστηκε άψυχο ξύλο στα σκαλιά της βεράντας - ξύλο στο ξύλο, στάχτες στις στάχτες.

Φώτα μαστίγωναν τις αισθήσεις μου κι ο Μπους ντυμένος Καρυάτιδα τραγούδαγε την Συμπάθεια για τον Διάβολο ενώ ο Τζάγκερ χτυπούσε παλαμάκια φωνάζοντας

- Μπράβο Τζορτζ, είσαι ο σύγχρονος άνθρωπος, σκότωσέ τους όλους μα άφησε τον Τζέιμς να υποφέρει.

Τα παράθυρα του σπιτιού γελούσαν ρυθμικά κι όλες οι λάμπες έσπασαν σε μικρά κομμάτια που πέταξαν προς το δάσος.

Τα χέρια της χώθηκαν στην πλάτη μου βαφτίζοντάς τη “γη των μικρών κόκκινων ποταμών” και μέσα από τα δέντρα ξεπετάχτηκε ένας μεγαλόσωμος λύκος, έχωσε τα δόντια του στον ώμο μου κι άρχισε να με σέρνει πάνω στις πευκοβελόνες.

Το δάσος βρυχήθηκε ευχαριστημένο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απο που ερχεστε...