Τρίτη 17 Μαρτίου 2009

Μην βγεις ποτέ από μέσα μου


Είναι που μεγαλώνω. Είχα τα γενέθλιά μου πριν λίγες μέρες. Προετοίμαζα τον εαυτό μου μήνες για αυτά τα γενέθλια. Δεν μου αρέσει καθόλου να είμαι 33 χρονών. Θα ‘θελα να περάσει σαν αστραπή ένας ακόμα χρόνος και να πάω στα επόμενα γενέθλια κατευθείαν. Πες το εμμονή ή όπως αλλιώς θέλεις. Είναι μία ακόμη από τις παραξενιές μου. Η συγκεκριμένη χρονιά δεν μου αρέσει.
Και 'κει που είχα καταφέρει να πειστώ ότι γερνάω, ότι πρέπει να κατασταλάξω, ότι η ζωή αλλάζει και τα αισθήματα μικραίνουν και είναι πιο προβλέψιμα και πρέπει να αρκεστούμε σε αυτά, η ανατροπή.


Η δική μου συλλογή στιγμών λοιπόν.

Όλα συνωμοτικά αταίριαστα ήταν. Το γεγονός ότι εσύ ήσουν αυτός που ήσουν. Ένας σοβαρός πολύ επιτυχημένος στο τομέα σου επαγγελματίας, τόσο υψηλά ιστάμενος που έκανες τους γύρω σου περήφανους. Ένας ευτυχισμένος οικογενειάρχης και αγαπημένος από φίλους. Η συνήθεια σου να τα κρατάς όλα υπό έλεγχο και να μην αφήνεις τίποτε να αναταράξει τη ζωή σου.
Η απόφαση να μην έψαχνα πια τον έρωτα γιατί είχα βαρεθεί τις αναζητήσεις και να αρκούμαι στο καλό σεξ από εδώ και πέρα.


Όλα αυτά έμελλε να τα ρουφήξει η πρώτη στιγμή.

Η στιγμή που με κοίταξες και που δεν πήρες το βλέμμα από πάνω μου όταν το δικό μου σηκώθηκε προς εσένα, όπως συνήθως κάνουνε από ευγένεια άνθρωποι που μόλις γνωρίζεις. Με κοίταξες. Και μπήκες από τα μάτια μου και ξεχύθηκες μέσα μου. Γαντζώθηκαν τα μάτια σου στο μυαλό μου.
Έπειτα με πλησίασες για να μας συστήσουν κοινοί γνωστοί. Και μου έδωσες το δεύτερο χτύπημα. Ήρθες αρκετά κοντά μου ώστε να μυρίσω την μυρωδιά σου που την ένιωσα να σφραγίζει το δέρμα μου σαν καυτή σφραγίδα πάνω σε ζώο. Το σώμα σου, τα μάτια σου δήλωσαν την διεκδίκηση σου πάνω μου.
Σαν παράσιτο, σαν ιός που προκαλεί παράνοια, δεν σκέφτηκα δεύτερη στιγμή. Έπρεπε να παίξω μαζί σου και να σε κερδίσω. Για να σβήσω, όπως πίστευα τότε η τρελή, τον απαγορευμένο πόθο.
Και έπαιξα στο παιχνίδι του ξελογιάσματος. Ανταποκρίθηκα και ανταπέδωσα βλέμματα, κινήσεις και τέλος αγγίγματα καλά υπολογισμένα, όχι από το νου μου αλλά από μια ανεξήγητα μοχθηρή δύναμη σκέψης που ξεκινούσε από πολύ πιο χαμηλά, ανάμεσα στα πόδια μου.


Δεύτερη πράξη.

Δεν ήταν φτηνό να μου κάνεις σεξ για πρώτη φορά χωρίς όμως να με ξεντύσεις, δεν ήθελες να με χαλάσεις. Παραμέρισες το εσώρουχό μου και ανακούφισες και τους δυο μας. Με κρατούσες στα χέρια σου σαν κάτι πολύτιμό που δεν ήθελες να τσαλακώσεις. Δεν είναι πάντα το σεξ, σκίζω ρούχα για να δείξω το πάθος. Ήταν γρήγορο γιατί η νύχτα είχε ήδη φύγει, ήταν πρόστυχο όσο χρειαζόταν για ν’ ανεβάσει τον ρυθμό. Για εκείνο το μισάωρο, τα μπούτια μου, ο κώλος μου δεν ήθελαν να ξεκολλήσουν από τα χέρια σου.
...


Οι στιγμές της επόμενης μέρας.

Με μπέρδευες. Μου έλεγες πράγματα για τα οποία δεν είχα κρατήσει θέση στο μυαλό μου, δεν είχα κανόνα ταξινόμησης. Και έβαλα μπροστά το μόνο τείχος άμυνας που ήξερα. Φόρεσα την πανοπλία της σκληρής και αδιάφορης. Σου είπα, οκ έγινε, εσύ χρειαζόσουν σεξ, εγώ ήθελα να ικανοποιήσω το καπρίτσιο μου να αποκτήσω αυτό που θέλησα ξαφνικά πολύ. Τώρα ας πάμε παρακάτω.

"Θα 'θελα να σε δω μόνη σου ξανά. Θα 'θελα να σε αγγίξω όπως δεν σε έχει αγγίξει κανένας."

Ατάκες χιλιοπροβαρισμένες σκέφτηκα. Μετά με ρώτησες αν είμαι ευτυχισμένη και στο αυθόρμητο όχι μου και στην αντερώτησή μου σήκωσες το δικό σου τείχος.

"Εγώ ναι, έχω μια γλυκιά οικογένεια, μια πολύ όμορφη γυναίκα, μια πολύ καλή δουλειά. Έχω ότι θέλω."

Αστείο αλλά αισθάνθηκα ασφαλής. Μου δήλωνες τι ήθελες. Σου το είχα δηλώσει και γω πριν δυο λεπτά έστω και πιο κυνικά. Άρα δεν θα έχουμε μπλεξίματα σκέφτηκα. Γιατί όμως μου έπιασες το χέρι; Δεν μου αρέσουν οι οικειότητες. Τότε και γω γιατί δεν τραβήχτηκα;
Δεν με ένοιαζαν τα καχύποπτα βλέμματα των γύρω μου. Ποτέ δεν με νοιάζουν οι γύρω μου. Με ένοιαζε γιατί αναζητούσες συνέχεια το χέρι μου στα κρυφά. Τι κέρδιζες από αυτή την επαφή, αυτό αναρωτιόμουν συνέχεια. Το λάθος μου ήταν που δεν σταμάτησα στιγμή να αναρωτηθώ τι έχανα εγώ από αυτήν την επαφή. Είχες αρχίσει να βγάζεις τις πέτρες του τείχους μου μία-μία και γω μόνο κοιτούσα μουδιασμένη.


Το σεξ...

Το σεξ μαζί σου ήταν διαφορετικό. Δεν ήταν βασισμένο στα "επαγγελματικά πρότυπα". Τέτοιο είχα χορτάσει. Πίστευα, χαζή που ήμουν, ότι οτιδήποτε μπορούσε να κάνει ένας άντρας και μια γυναίκα μου το είχαν κάνει και το είχα κάνει.

Τότε τι το έκανε μοναδικό; Πως μπορούσες εσύ να το προκαλείς αυτό σε μένα, δεν έβρισκε εξήγηση κανένας νευρώνας μου όσο και να τους ζόριζα. Πως μπορούσες να με παίρνεις με τέτοιο αισθησιασμό, να μου ξυπνάς ηδονή όχι με την ένταση αλλά με την πιο απαλή επαφή του χεριού σου στο δέρμα μου; Πως γνώριζαν τα δάχτυλά σου ήδη αυτό που τα δικά μου έμαθαν αργά-αργά, που να πιέσουν που να τρίψουν που να χωθούν; Με φιλούσες και δεν ήθελα πια ανάσα. Με έγλυφες και ναρκωνόμουν. Λάτρευες την πλάτη μου και τους ώμους μου με την ίδια λαγνεία που λάτρευες τον κώλο μου, τις γάμπες μου, τα δάχτυλά μου. Σφηνωνόσουν μέσα μου και ανατρίχιαζε όλη μου η ύπαρξη. Το έβλεπες και ορμούσες να δαγκώσεις τις ρώγες μου να με τρελάνεις περισσότερο. Πως μπορούσες να θέλεις μόνο σεξ και να με φιλάς και να με χαϊδεύεις με τις ώρες; Να βάζεις όλη σου την δύναμη και όλο σου το πάθος και μετά να απομακρύνεσαι να καμαρώνεις το έργο σου, το θύμα σου να μην αντέχει άλλο και μην αντέχει χωρίς άλλο;

Ήμουν πάντα κυρίαρχη σε αυτό το παιχνίδι. Ήξερα πως να προκαλέσω αντιδράσεις, να καυλώσω και να πάρω αυτό που ήθελα. Τώρα είτε χόρευα πάνω από την κοιλιά σου, είτε κρεμασμένη από την λεκάνη σου, είτε κολλημένη μπροστά σου με την πλάτη μου, εσύ με εξουσίαζες. Πως μπορούσες να ξέρεις το κορμί μου τόσο καλά, μόλις χθες το πήρες στα χέρια σου. Ήταν και ο ρόλος του απόλυτου εραστή προβαρισμένος; Δεν πρόσεξα τότε ότι δεν με ένοιαζε πια. Κακώς.

Έλιωνα πια πριν μπεις στο κορμί μου. Δεν έβγαζα άχνα όλη την ώρα για να νιώθω και να ακούω το βογκητό σου στην γούρνα του λαιμού μου πίσω από τα αυτιά μου και όταν ήταν να σηκωθείς από πάνω μου ούρλιαζαν τα σωθικά μου: μην βγεις ποτέ από μέσα μου. Έσταζε ο ιδρώτας σου σαν φίλτρο μοναδικό στο στήθος μου και δεν έκανα μπάνιο όταν έφτανα σπίτι για να κοιμηθώ με την μυρωδιά σου έστω μέχρι την άλλη μέρα το πρωί. Με χόρταινες και πάλι πεινασμένη για σένα ήμουν μόλις χωρίζαμε.

Δεν πιστεύω σε κανένα Θεό πατέρα παντοκράτορα. Πιστεύω στην τελετή αυτή με την οποία μου πήρες την ξεσκισμένη μου καρδιά και της έκανες παρθενορραφή. Και ήμουν πάλι αγνή, ολόκληρη και για πρώτη φορά τόσο εντελώς γυμνή μπροστά σου. Ήμουν ευάλωτη αλλά δεν ντρεπόμουν πια.


Ακόμη μια στιγμή

Τα πέντε λεπτά που το φράγμα άνοιξε ήταν τα πέντε λεπτά που ζήτησες να με δεις πριν να φύγω για την δουλειά. Μόνο πέντε λεπτά. Εσύ μόνο με φίλησες και γω μόνο αφέθηκα. Μόνο; Όχι μόνο. Χαμογέλασα όταν μου είπες ότι ήταν το καλύτερο ξεκίνημα για την μέρα σου. Όταν ένας άντρας μόνο σε φιλάει, κάνει πολύ περισσότερα κι ας μην το καταλαβαίνει. Πυροβόλησες κάθε τελευταίο μου ενδοιασμό. Εμένα λοιπόν ήταν το καλύτερο ξεκίνημα για την υπόλοιπη ζωή μου, ως ερωτευμένη γυναίκα. Ήταν η απόδειξη ότι δεν υπάρχει καμία δύναμη, κανένα όριο, κανένας εκ γενετής ή επίκτητος φραγμός στα ζωώδη ένστικτα των θέλω μας. Ήξερα πως δεν μπορούσες να μου ανήκεις, αλλά άνηκα εγώ σε σένα.

Πως έχασα τον έλεγχο; Με ρωτούσες και ρωτούσες και τον εαυτό σου συνέχεια. Δεν είχαμε ούτε εγώ, ούτε εκείνος απάντηση. Και δεν μας ένοιαζε πια να βρούμε. Δεν έβλεπες τα σημάδια; Εσύ τα ζωγράφισες πάνω στο κορμί και στην ψυχή μου. Εσύ με σημάδεψες δική σου. Έτσι χάθηκε ο έλεγχος. Όταν δεν θέλεις να τον χάσεις, βάζεις προφυλακτικό στην αλήθεια σου και εγώ στην δική μου για να μην αγγίξουν η μία την άλλη. Και ακουμπάνε και προσπερνάνε.

Σου τηλεφωνούσα στα κρυφά, όταν είμαστε και οι δύο μόνοι. Έτρεχα με κάθε ευκαιρία, έστω και για μια στιγμή να σε φιλήσω πίσω από κάποιο δέντρο. Έκανα πια ξανά σεξ στο αυτοκίνητο όπως νέα κοπέλα όταν ήταν η μόνη διαθέσιμη ερωτική κάμαρα. Είχα τελικά ξυπνήσει ή έβλεπα τον εαυτό μου σε όνειρο 15 χρόνια πριν;


Η τελευταία μέρα.

Έτσι λέγαμε από το πρωί ως το βράδυ αλλά τα λόγια μας, γελούσαν ειρωνικά με μας τους ίδιους. Πως να είναι η τελευταία; Πως ο έρωτας αυτός που σήμερα όρμησε στο δάσος μαζί μας, που με έκανε ξανά έφηβη να χώνομαι στην αγκαλιά σου και να κοιτάζω τον χρόνο με σαρκασμό λες και τον ξεγέλασα, πως να κλειστεί σε ένα συρτάρι και να μείνει ήσυχος στην γωνιά του;

Και δεν ήθελα άλλα ψέματα. Γιατί και όταν δεν λες αυτό που σε κυριεύει, όταν δεν το ονομάζεις και το ορίζεις, ψέματα είναι πάλι. Και έγινα εγώ αληθινή και 'συ θλιμμένος, να λες τα ίδια ακριβώς με τα μάτια. Δεν ήθελα τις λέξεις. Δεν λέγονται δυο φορές. Τις λες πάντα μόνο μία. Αλλά ευτυχώς για μένα μπορείς να τις αισθανθείς και να τις δείξεις με τα μάτια.


Τώρα να φύγεις.

Τώρα. Πριν μεγαλώσει και άλλο το τέρας που μας γράπωσε. Να βάλεις χρόνο και απόσταση ανάμεσά μας. Ξέρω πως είναι μάταιο, αλλά πρέπει και γω κάπως να ξεγελάσω τον εαυτό μου. Και πάψε να με κοιτάζεις θλιμμένος. Εγώ δεν νιώθω θλίψη. Ότι κέρδισα από σένα είναι μόνο δικό μου. Ότι παίρνεις μαζί σου από 'μένα είναι μόνο δικό σου. Δεν έχει να κερδίσει κανείς κάτι πιο πολύτιμο από την κάθε μέρα. Καλύτερα να πονάς με αυτό που ζεις παρά να μην ζεις καθόλου. Είμαι λοιπόν τυχερή, χαμογέλα μου και αντίο.

Υ.Γ.
Ξεκίνησα να εξιστορώ στον εαυτό μήπως, μονολογώντας βρω απάντηση στα γιατί. Δεν βρήκα. Αλλά βρήκα την ηρεμία να μην με νοιάζει πια να βρω απαντήσεις. Ας μείνουν μετέωρα τα γιατί. Είναι μέρος της ιστορίας αυτής και δεν θα ήθελα να αλλάξω τίποτε.

Κάθε αυγή... Φοβάμαι


Να σου πω πως υπάρχω. Πως είμαι εδώ. Σύννεφο στη συννεφιά, στην ξαστεριά αστέρι. Κάθε νύχτα είμαι εδώ, για’ σένα. Για να μη φοβάσαι... Σου στέλνω απαλά ψιθυρίσματα στον αέρα. Ακόμη και μετά την αυγή, εγώ υπάρχω. Όπως τα αστέρια. Απλά κρύβομαι. Περιμένω να ’ρθεις. Έλα να με πάρεις, κι ας είναι να βυθιστούμε ξανά στο σκοτάδι. Στο δικό μας σκοτάδι. Χωρίς να φοβόμαστε πια τίποτα. Ακόμη δεν μπορείς να με δεις; Υπάρχω κοντά σου όσο μ’ αφήνεις. Κοίτα καρδιά μου τα δάχτυλά σου, εκεί, εκεί ακριβώς είμαι κι εγώ. Προσπάθησε να δεις τα μάτια σου, κι εκεί είμαι. Και στα μαλλιά σου, και στο μυαλό σου και στην καρδιά σου. Είμαι εδώ! Όσα χρόνια κι αν περάσουν θα’ μαι εδώ. Και να σου πω ένα μυστικό; Το κενό μέσα μου, ήταν η απουσία σου.

Απο που ερχεστε...