Τετάρτη 4 Μαρτίου 2009

Little red riding hood - Part 2


Η υπάλληλος με κοίταξε με απάθεια την ώρα που της έδινα τον δίσκο. Ένα κορίτσι επαρχιακής πόλης με στεγνά όνειρα, φακίδες στα μάγουλα και λίμνες στα μάτια. Κι ύστερα εντελώς ξαφνικά και χωρίς την παραμικρή ρωγμή στον χρόνο το πρόσωπό της άρχισε να μεταλλάσσεται ώσπου πάνω στους ώμους της έστεκε ένα κεφάλι σκύλου με πεσμένα αυτιά

- Τα ρέστα σας κύριε, είπε ο σκύλος

Τέντωσα αυθόρμητα τον λαιμό μου για να κοιτάξω πίσω από το ταμείο και τότε είδα την ουρά. Άρπαξα τα κέρματα κι έτρεξα προς τον ήλιο έξω από την πόρτα με το κίτρινο αυτοκόλλητο ” Νέες προσφορές για όλα τα γούστα”. Η μοναδική λεωφόρος της πόλης έσφυζε από κόσμο κάθε ηλικίας. Ένας γέρος πέρασε από μπροστά μου με πρόσωπο μπαμπουίνου και καλημέρισε πρόσχαρα μια οικογένεια με γουρουνίσια πρόσωπα.

Καλημέρα σας κύριε Σμιθ, απάντησαν τα γουρούνια με αξιοζήλευτο συγχρονισμό.

Απέφευγα συστηματικά να ξανανταμώσω πρόσωπο μέχρι που βγήκα από την πόλη και βρέθηκα και πάλι στον ράθυμο χωματόδρομο για την επιστροφή στο σπίτι. Ο ήλιος είχε χαθεί διωγμένος από τα σύννεφα και η ατμόσφαιρα έγινε ψυχρή σαν οικογενειακή διαμάχη. Ο χωματόδρομος ήταν από εκείνους τους χωματόδρομους που βλέπεις σε ταινίες δεύτερης διαλογής. Μοναχικός σκονισμένος είλωτας κουρασμένων ανθρώπινων βημάτων. Δεξιά κι αριστερά η βλάστηση ήταν πυκνή και μονότονη, η πανίδα της περιοχής αποτελούταν αποκλειστικά από βάτα. Η ομίχλη σκέπασε την ζωή με τον τρόπο που οτιδήποτε θολό σκεπάζει την ζωή, ένα αδιαπέραστο τείχος απλώθηκε μπροστά μου σαν σεντόνι που δραπέτευσε από όνειρο σεξουαλικής καταβύθισης. Δεν έβλεπα ούτε την ίδια μου την αναπνοή. Μέσα από τα βάτα κάτι σερνόταν με δυσκολία, ο ήχος του συρσίματος πάγωσε το δέρμα μου και αγκύλωσε όλο μου το κορμί. Και τότε ένα κόκκινο φόρεμα διέσχισε σερνάμενο τον χωματόδρομο, από το φόρεμα έλειπε το σώμα κι από τις φλέβες μου ξεχύθηκε ωμός κρύος πανικός.

Ήταν το φόρεμα που φορούσε η Μόνα τη νύχτα που σκοτώθηκε.

Στην κουνιστή πολυθρόνα

Η γραφομηχανή υποκαθιστά το πέος. Η έλλειψη έμπνευσης ισοδυναμεί με σαρκική ανεπάρκεια. Την κοίταζα να περιμένει μάταια τα δάχτυλά μου κι ίσως την άκουσα να αναστενάζει με λύπη. Είχε βραδιάσει κι από το δάσος ακούγονταν τα παράξενα μοιρολόγια των λύκων και οι ανατριχιαστικές κραυγές των νυχτερίδων. Βγήκα στην βεράντα κι ανέπνευσα το θυμάρι, η μυρωδιά του έβαλε φωτιά στις αισθήσεις μου κι ένας πρωτόγνωρος πυρετός κυριάρχησε σε κάθε αραχνιασμένη γωνιά της ψυχής μου. Πισωπάτησα κι έτρεξα προς το σαλόνι σαν αλλοπαρμένος. Την πήρα στην αγκαλιά μου και βγήκαμε μαζί στον θυμαρένιο κόσμο.

Έμπνευση, έμπνευση, πόρνη των παραισθήσεων και των αιματοβαμμένων βράχων.

Έγραφα κι έπινα, έπινα κι έγραφα. Δεν είμαι σπουδαίος αλλά γνωρίζω τα σπουδαία, δεν είμαι αθάνατος αλλά γνωρίζω την αθανασία. Αν αύριο με χαϊδέψει η σήψη τι θα έχω αφήσει για κληρονομιά σε τούτη εδώ την αφόρητη πλάση…

Μόνο γραπτά κι επιθυμίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απο που ερχεστε...