Κυριακή 8 Μαρτίου 2009

Οι τοίχοι που αναπνέουν




Καταραμένο σπίτι, γεμάτο θορύβους και μυστικά. Διάσπαρτοι ψίθυροι περιπλανιούνται στα δωμάτια ορφανοί από στόμα και αραχνιασμένες ανάσες περιπλέκονται στους δείκτες παγώνοντας τον χρόνο. Κάτω από του κεριού το αδέσποτο φως γράφω τον αποχαιρετισμό μου.

Με περιμένουν. Δεν θα αργήσω. Κι ας μην υπήρξα ποτέ συνεπής.

Το αγόρασα γοητευμένος από την σήψη και την παρακμή του. Ένα σπίτι δεν μπορεί παρά να αποτελεί τον καθρέφτη εκείνου που το κατοικεί.

Κοίταξέ με. Περπατάω πάντα σκυφτός. Σε κοιτάζω και σε διαπερνώ, άνθρωπος είσαι και δεν επιθυμώ την σκιά σου. Παράταιρος, διεμβολίζω τις φωνές. Αμέτοχος, απών από την ίδια μου την γέννηση. Ενδοκρινής, με αδένες νευραλγικά ξεχασμένους. Άντρας, αγνώστου ηλικίας, απροσδιορίστου χαρακτήρα και ετοιμόρροπων πεποιθήσεων.
Κοίταξέ το. Ερειπωμένο κειμήλιο μιας βάρβαρης νιότης. Ακατοίκητο σαν παραμελημένη ύπαρξη. Μοναχικό, αποξενωμένο στέκει στου λόφου τις ρίζες. Αρνείται τον κάτοικο και απαξιώνει την θαλπωρή. Παλαιά κατοικία με δυσβάσταχτο παρελθόν και άψυχο μέλλον.
Κι όμως το απέκτησα, μαγεμένος από την απεραντοσύνη της μοναξιάς του. Κι αυτό χαράκωνε τις νύχτες μου με τους αμείλικτους ήχους του.

Η πένα αγκυλωμένη στα δάχτυλά μου δεν υπακούει στο πρόσταγμα, να γράψω για την Μ - μα εκείνη είναι άγραφτη κι ανέγγιχτη, να γράψω για τα πάθη - μα εκείνα είναι αφανέρωτα και ολότελα επικριτικά. Τα κάδρα έτριζαν θρηνώντας τον ερχομό μου και κάθε καταραμένο έπιπλο έσερνε την ολοφάνερη οδύνη του ξύνοντας το κιτρινισμένο μάρμαρο. Νύχια, αυτό το οίκημα είχε παντού νύχια. Έγδερναν τους τοίχους από μέσα και όταν ξημέρωνε κηλίδες από αίμα, μικρές σαν προσευχές, παρέμεναν σημάδια ενοχής μιας παραστρατημένης κρίσης. Άυπνος και με θολωμένο το μυαλό έσκυψα και πήρα στα χέρια μου το μικρό νύχι που κείτονταν νεκρό μπροστά στις μαύρες σόλες των παπουτσιών μου.
Ήταν νύχι παιδιού, αναμφίβολα.

Με περιμένουν. Δεν θα αργήσω. Κι ας μην υπήρξα ποτέ συνεπής.

Τα μάτια μου βυθισμένα στο πουθενά περιεργάζονταν αδιάφορα την τραπεζαρία. Στο πρόσωπό μου τα γένια αυλάκωναν την ψυχή. Δεν μου πηγαίνουν, δεν με ομορφαίνουν. Φοβάμαι να ακουμπήσω την λεπίδα. Φοβάμαι το ψυχρό μέταλλο, φοβάμαι τον πανικό. Τους άκουσα. Συνομιλούσαν μέσα στους τοίχους. Ζούσαν εκεί μέσα στους τοίχους. Μιά οικογένεια. Πατέρας, μητέρα, αγόρι, κορίτσι. Ξανθά μαλλιά όλοι τους. Μαύρα μάτια, κάρβουνο και θειάφι.

Οι τοίχοι άνοιξαν κι η οικογένεια βάδισε προς την τραπεζαρία. Με παράταξη, σαν αληθινή οικογένεια με προαιώνιες αρχές. Η μητέρα μαζί με το κορίτσι έστρωσαν το μεγάλο τραπέζι και άναψαν τα κεριά. Το κορίτσι άρπαξε και το δικό μου κερί γελώντας. Ο πατέρας είπε την προσευχή. Σταυρωμένα χέρια, κατάνυξη. Το αγόρι μοίρασε το ψωμί δίνοντας στο κορίτσι το μεγαλύτερο κομμάτι. Η μητέρα μοίρασε την τροφή δίνοντας στον πατέρα την μεγαλύτερη ποσότητα.

Όταν τελείωσαν γύρισαν ταυτόχρονα προς το μέρος μου.

- Πεινάς ξένε; ρώτησε το αγόρι.

Ευχαρίστησα κι έγνεψα αρνητικά.

Ο πατέρας σηκώθηκε αργά από το τραπέζι και με ανάλαφρα βήματα ήρθε προς το μερος μου. Κρατούσε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Μου πρόσφερε το αίμα του Κυρίου κι εγώ δεν τόλμησα να αρνηθώ. Το κορίτσι με πλησίασε ακροπατώντας στην λίμνη των στεναγμών.

- Πες μας την ιστορία σου ξένε, είπε το κορίτσι κι εγώ ξέσπασα σε κλάματα.

Η μητέρα μου χάιδεψε τον ώμο καρτερικά.
Άρχισα να μιλάω και δυο μερόνυχτα χάθηκαν από τον κόσμο σαν αστραπές.
Είναι το τελευταίο μου γραφτό και ίσως το περισσότερο ανώδυνο. Με κάλεσαν να ζήσω μαζί τους μέσα στους τοίχους. Δέχτηκα. Μια οικογένεια είναι πάντα μια οικογένεια, ακόμα κι αν είναι νεκρή.
Ακούω τους τοίχους που αναπνέουν.
Με περιμένουν. Δεν θα αργήσω.
Κι ας μην υπήρξα ποτέ συνεπής..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απο που ερχεστε...