Τρίτη 3 Μαρτίου 2009

Βρεγμένοι Δρόμοι


Σήμερα θα σου μιλήσω για εκείνες τις χαραγμένες μέρες που δεν ξημέρωνε ποτέ. Σήμερα θέλω να κοιτάξουμε μαζί τα πρόσωπα που κρύβονται πίσω από τα θολά τζάμια των μαγαζιών παριστάνοντας πως υπάρχουν, στεφανωμένα καθώς είναι από τους καπνούς για να καμουφλάρουν την μοναξιά τους, χάρτινες παράγκες που στο πρώτο φύσημα του αέρα σωριάζονται πάνω στ' αχνάρια που αφήνει το βήμα μου απαιτώντας να μοιραστούμε τον γκρεμό.

Όσα χέρια κι αν απλώθηκαν τα παραμέρισα κοιτώντας τα μάτια που τα κουβαλούσαν κι είδα πίσω από τις κόρες την επίπλαστη ανάγκη να κυλάει σαν χτεσινή υπόσχεση, κουρασμένη από το βάρος μιας άδειας ζωής και νικημένη από τυποποιημένες μουγκές ικεσίες.

Έφυγα

Κι ίσως θυμάσαι το χρώμα του παλτού μου να χάνεται στο βρεγμένο πλακόστρωτο κι αγέρωχο να ξεγελάει τους περαστικούς ότι ζεσταίνει από κάτω του ένα κορμί κι αν ήθελα να μιλήσω κάπως θα στο ψιθύριζα πως για μένα όλοι είναι περαστικοί, βγαλμένοι μέσα από τις ξεθωριασμένες εφημερίδες που μουλιάζουν στην βροχή, στέκονται επικριτικοί στην κάθε μου αδυναμία περιμένοντας τ’ οριστικό παραπάτημα.

Κι όταν τα χείλη σου άνοιξαν πονεμένα στην ύστατη κατηγόρια- μια φευγαλέα εκδήλωση απώθησης- λέγοντας σιγανά ότι είμαι αυτοκαταστροφικός, δεν υπερασπίστηκα τίποτα, για μια χαμένη γη δεν σήκωσα το ξίφος. Άκου λοιπόν και πάντα να θυμάσαι πως μόνο στις στάχτες ξαναγεννιέμαι κι εκεί ξαναγυρνώ για κάθε καινούργια πνοή μέχρι το στήθος μου να εκραγεί από ζωή μέχρι να γαληνέψει ο πυρετός του ανικανοποίητου, φίλος κι εχθρός με καίει σαν φλεγόμενη βάτο, τιμωρώντας με να μην χορταίνω, να μην αγαπώ, να μην ριζώνω στο εδώ.

Κι όταν ζητούσες σπονδές σίγουρες για ένα κοινό - ιδανικό για σένα - μέλλον σου είπα με όλη την στιγμιαία αλήθεια μου ότι είμαι αετός κρυμμένος σε ανθρώπινο σώμα γεννημένος να τα βλέπει όλα από ψηλά, να αγκαλιάζει κι όχι να τον αγκαλιάζουν γιατί έτσι είναι ο άντρας, βασιλιάς του κόσμου, ταξιδιάρης, κλέφτης στον πόθο και πλούσιος στην ψυχή, κι όταν κουραστώ σου είπα θα κατέβω αρκεί να ‘χει πέσει ο πυρετός και το μέτωπο να ‘ναι στεγνό.

Βαδίζω σε πόλεις υγρές και ξεχαρβαλωμένα σοκάκια με τον αέρα να με χαστουκίζει στα μάγουλα μαγεμένος από κορμιά-σειρήνες, κυνηγημένος απ’ τα φαντάσματα κάθε ριψοκίνδυνης επιλογής σαν άγιος σ’ εχθρικό κόσμο, ταγμένος μόνο ν’ ανεβαίνει, ντυμένος με στάχτες ήθελα να πλανιέμαι τραβώντας την υγρασία και τα αλλόκοτα γυναικεία κορμιά στην ακατανόητη προσωπική μου χίμαιρα

Έφυγα

Αλλά να θυμάσαι πως δεν ήρθα πραγματικά ποτέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απο που ερχεστε...