Δευτέρα 2 Μαρτίου 2009

Δυό ξένοι στην ίδια πόλη


Ο νόμος είναι αμείλικτος με τους αθώους, πιστεύω ότι το αντιλαμβάνεσαι αυτό. Το να ζεις σαν κυνηγημένο αγρίμι σε μια απρόσωπη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα ενώ δεν έχεις διαπράξει το παραμικρό αδίκημα είναι η μεγαλύτερη απόδειξη για την παραπάνω ρήση. Με σηκωμένους τους γιακάδες και φορώντας τ’ αγαπημένα μου μαύρα γυαλιά κατευθυνόμουν δυο φορές την μέρα σε διαφορετικό τηλεφωνικό θάλαμο κάθε φορά σηκώνοντας το ακουστικό με την αναθεματισμένη ελπίδα ότι επιτέλους το πρόβλημα επιλύθηκε. Οι λέξεις που αρέσκεται ο νόμος να χρησιμοποιεί ως επί το πλείστον είναι ψυχρές χωρίς ίχνος ανθρώπινης υπόστασης.

Πολλές φορές είχα αναρωτηθεί αν η πραγματική αιτία για την δύσκολη θέση που βρισκόμουν ήταν ο χαρακτήρας μου. Πάντα έκανα την αυτοκριτική μου όταν βρισκόμουν σε δύσκολη θέση, ήταν κάτι που με βοηθούσε να διατηρώ στην σωστή κατάσταση τον κυνισμό μου. Θυμάμαι την μητέρα μου να φωνάζει εξοργισμένη με τις φλέβες τεντωμένες στον λαιμό ότι ο εγωισμός μου είναι μεγαλύτερος κι από την υδρόγειο κι ότι εκείνο που φταίει και στην ζωή μου πάνε όλα στραβά είναι ο κυνισμός μου ο οποίος σκοτώνει τις στιγμές χωρίς το παραμικρό έλεος. Δεν αρνήθηκα ποτέ ότι πάσχω από τη νόσο του Εγώ, δεν αντέδρασα ποτέ στις κατηγορίες της πρώην γυναίκας μου για άκρατο κυνισμό ούτε και σε ελεεινές κακόβουλες επιθέσεις συναδέλφων με το ίδιο περιεχόμενο. Ο κυνικός δεν είναι τίποτα περισσότερο από έναν αμνό του Θεού που αγαπάει απεγνωσμένα την ζωή. Η ζωή ειδωμένη μόνο από την πλευρά του συναισθήματος ελαχιστοποιεί όλες εκείνες τις υπέροχες ευκαιρίες για απόλαυση, τα ανθρωπάκια κρύβονται πίσω από μεγαλοστομίες για τον έρωτα, την φιλία, την αγάπη μόνο και μόνο για να ντύσουν την γύμνια της χαμένης αυτοεκτίμησης, όταν έρχεται η ακαριαία ώρα της κρίσης απαιτώντας πράξεις - πέρα από μονότονες χιλιοειπωμένες θεωρίες- τα ανθρωπάκια τρέχουν προς την πόρτα ζητώντας συγνώμη για κάτι έκτακτο που έτυχε τελείως απρόοπτα, στους κυνικούς- σε πληροφορώ με την αδιαμφισβήτητη ειλικρίνειά μου- απρόοπτα δεν τυχαίνουν.

Έκανα μοναχικές μεγάλες βόλτες καθημερινά στους δρόμους γύρω από το κέντρο της πόλης. Οι βιτρίνες στολισμένες περίμεναν τα Χριστούγεννα κι οι οικογένειες με τα ροδαλά ευτυχισμένα πρόσωπα γέμιζαν με ψώνια τ’ αυτοκίνητα τους. Θυμήθηκα την μητέρα μου να μετράει με τρόπο τα χρήματα ενώ στεκόμασταν θαμπωμένοι μπροστά από το πανέμορφο τρένο με τις δεκάδες σήραγγες, το τρένο που ήθελα για δώρο. Η μία μνήμη προσκάλεσε την άλλη κι έτσι ο χρόνος έχασε την ακεραιότητα της έννοιας του, ξαφνιασμένος πέταξα ένα κέρμα στο τσίγκινο κουτί ενός τυφλού που ζητούσε ελεημοσύνη κι άρχισα να ψάχνω για μία γρήγορη επιστροφή στο ξενοδοχείο αλλά ήδη ήμουν μακριά.

Στο τελευταίο μετρό στο πρώτο βαγόνι. Εγώ (η νόσος) και αυτή, μια όμορφη ξένη, φανερά φοβισμένη, τα μάτια της στριφογυρνούσαν δεξιά αριστερά σαν τις κούκλες του λούνα - παρκ όταν τις πετυχαίνουν οι σφαίρες, την στιγμή που σήκωσε το βλέμμα κατάλαβα από ένστικτο πως ήταν κι αυτή κυνηγημένη. Ένα από τα μεγαλύτερα εσφαλμένα κλισέ είναι η μεγαλοστομία που λέει ότι το πρόσωπο είναι ο καθρέφτης της ψυχής - ανέκαθεν μ’ ενοχλούσαν τα τσιτάτα της γενικευμένης σοφίας, η ξένη μου χαμογέλασε ζεστά βλέποντας στο πρόσωπο μου καλοσύνη. Συνήθως οι γυναίκες μου χαμογελούσαν για τελείως διαφορετικούς λόγους. Εγώ (η νόσος) δεν ήμουν ένας άνθρωπος ευαισθητοποιημένος στο πνεύμα των Χριστουγέννων ή στην καλοσύνη των γιορτών και των ξένων.

Μου εξήγησε την ιστορία της χωρίς να πάρει ανάσα, ήταν αδίκως κατηγορούμενη για ένα έγκλημα που δεν έκανε κι είχε φύγει από την πατρίδα της- Κίνα ή Ιαπωνία, τις μπέρδευα πάντοτε αυτές τις χώρες- περιμένοντας να επιλυθεί το πρόβλημα. Η καρδιά μου μαλάκωσε τόσο πολύ ώστε την εμπιστεύτηκα χωρίς δισταγμό. Διηγήθηκα την δική μου πανομοιότυπη ιστορία κι έβαλε τα χέρια της στον λαιμό μου. Το κορμί της σφίχτηκε πάνω μου απορροφώντας με σαν σάρκινη βεντούζα. ήταν η μοναδική φορά που μπήκα μέσα σε γυναίκα έχοντας ιδιαίτερα συναισθήματα, κοιμηθήκαμε αγκαλιά και σκέφτηκα πόσο όμορφη μπορεί να γίνει η ζωή όταν νιώσεις κοντά σ’ έναν άνθρωπο.

Το πρωί οι μπάτσοι όρμησαν μέσα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου σαν λυσσασμένα σκυλιά. Βρέθηκα με τις χειροπέδες στα χέρια να αντικρίζω θριαμβευτικά χαμόγελα σκεπασμένα από μπλε καπέλα, ο πιο ψηλός πέταξε στο τραπέζι χαρτονομίσματα, ήταν η αμοιβή της, τ’ άρπαξε κοιτώντας με όπως κοιτούν οι ύαινες το πτώμα.

- ”Έχεις το δικαίωμα να παραμείνεις σιωπηλός…“

Κατηγορία: Ιστορίες νουάρ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απο που ερχεστε...