Δευτέρα 2 Μαρτίου 2009

Ολα έρχονται και περνάνε


Δυο χέρια τυλιγμένα ως τους καρπούς με γάζες το άφησαν ανάμεσα στα στάχυα. Το παιδί κούρνιασε τρομαγμένο στην γη και μετά άρχισε να κλαίει από το κρύο, δεν το άκουσε κανένα αυτί και δεν το ζέστανε κανένα χέρι. Τα στάχυα έγειραν από πάνω του σαν κίτρινη αγκαλιά και το παιδί επέζησε γιατί ήθελε να ζήσει. Όταν το ανακάλυψαν με τα μικρά του χέρια τεντωμένα προς τον ουρανό πολλοί μίλησαν για θαύμα, υπήρχαν και κάποιοι που μίλησαν για ένα ριζικό που έμοιαζε με σημάδι

Δεν είχε όνομα κι έτσι τον ονόμασαν Στάχυ, ένα αγόρι με ουδέτερο όνομα είναι από μόνο του ριζικό. Αγκάλιαζε την γη με το βλέμμα του κι επειδή του έλειπε η μητέρα την έλεγε μάνα κι ήταν ένα παράξενο αγόρι με ξανθά μαλλιά και πράσινα μάτια. Τα μάγουλα του ήταν χλωμά σαν φως από καντηλέρια και τα χέρια του μακριά και λεπτά σαν τα φυτά που έθρεφε η γη. Όταν ο άνεμος περνούσε μέσα από τα στάχυα κι εκείνα έγερναν τα λεπτά τους κορμιά σαν απελπισμένες ικεσίες το αγόρι τα κοιτούσε λυπημένα και το σπασμένο τζάμι στο αγροτόσπιτο όπου το είχαν περιμαζέψει θάμπωνε από την ανάσα.

Όλα έρχονται και περνάνε, σκεφτόταν το παιδί που έγινε αγόρι κι ετοιμαζόταν να γίνει άντρας.

Όλα έρχονται και περνάνε.

Κι όταν στον αγροτικό οικισμό άρχισαν να έρχονται άνθρωποι της πόλης ο άντρας τους παρατηρούσε κι ένιωθε τρεις ζωές μακριά τους, οι λέξεις τους έμοιαζαν φτηνές σαν ξεθυμασμένο κρασί και τα ρούχα τους έμοιαζαν κενά σαν να είχαν μέσα αέρα. Κι έπειτα σαν άνοιξε η πόρτα μιας άμαξας και ξεπρόβαλε η λευκή γάμπα ο άντρας- που ήταν πριν αγόρι κι ακόμα πιο πριν παιδί- κυριεύτηκε από ένα απερίγραπτο τρέμουλο χωρίς σταματημό κι η καρδιά του χόρευε μέσα στο κορμί του όπως τα στάχυα που λυγάνε από την δύναμη του ανέμου. Τα μάτια συναντήθηκαν με θέρμη και η γυναίκα που παλιότερα ήταν κορίτσι και πιο πριν παιδί πάτησε το πόδι της στο χώμα. Ακριβώς εκείνη την στιγμή γεννήθηκε το μοιραίο.

- Όλα έρχονται και περνάνε, είπε ο άντρας στην γυναίκα κι αυτή του χάιδεψε στοργικά τα μάγουλα που εξακολουθούσαν να είναι χλωμά σαν το φως από τα καντηλέρια.

Η γη γουργούρισε σαν ένα περιστέρι φτιαγμένο από χώμα κι ο άντρας ξάπλωσε με την γυναίκα ανάμεσα στα στάχυα παίρνοντας την στα χέρια του σαν ένα λεπτεπίλεπτο φυτό που κινδύνευε να πεθάνει από τον πόθο και την προσμονή, με τον σεβασμό που έχει μόνο όποιος αγαπάει πραγματικά χάιδεψε τον υμένα της μαλακώνοντας την αγωνία και προστάζοντας τον πόθο να εκραγεί.

Όλα έρχονται κι όλα περνάνε, είπε δυνατά ο άντρας στα στάχυα κι εκείνα μαγεμένα από την ένωση των δύο κορμιών έμειναν ακίνητα να θαυμάζουν.

Οι μηχανές που από μακριά έμοιαζαν με σκουριασμένα μεταλλικά θηρία έκοψαν όλα τα στάχυα αφήνοντας άκληρη την γη να θρηνεί βουβά τον ερχομό του νέου κόσμου. Ο αέρας μην βρίσκοντας πια την παραμικρή αντίσταση παρέσυρε στο πέρασμα του τις στέγες από τα αγροτόσπιτα και τ’ απλωμένα ρούχα που ήταν κρεμασμένα στα σκοινιά.

Η γυναίκα χωρίς να κοιτάξει πίσω ανέβηκε στην άμαξα προσέχοντας να μην φανεί η λευκή της γάμπα, οι τροχοί σήκωσαν σκόνη καλύπτοντας το χτες.

Ο άντρας την κοίταγε να χάνεται στον ορίζοντα κι έπειτα γύρισε σ’ έναν σκύλο που έψαχνε για άνθρωπο και του είπε

- Όλα έρχονται και περνάνε...

Ο σκύλος κουλουριάστηκε στα πόδια του με ανείπωτη ευτυχία, είχε πάψει σχεδόν να ελπίζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Απο που ερχεστε...